United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ως τόσον εις το αναμεταξύ αυτού του καιρού, έφαγα όλην μου την ζωοτροφίαν που είχα, και καθώς δεν είχα κανένα δηνάρι, έτσι ο προφήτης δεν ήξευρε πως να προμηθευθή από ζωοτροφίαν. Και εκεί που εστοχαζόμουν, μου έρχεται ένας στοχασμός.

Εγώ εις αυτό ευρέθηκα αντραλωμένος, μην ηξεύροντας τι να αποκριθώ, φοβούμενος αν του ειπώ το όχι να μη τον θυμώσω και επάνω που εστοχαζόμουν να τους δώσω την απόκρισιν ιδού ο Αναΐππης του Κατή, συντροφευμένος από ένα αριθμόν Γιαννιτσαρέους, αρματαμένους, εμβήκαν εις το κοιμητήριον, και ευθύς έπιασαν τους κλέφτας και εμένα, και μας έφεραν εις την φυλακήν.

Έλαβεν αυτός πολλά ογλήγορα την ευχαρίστησιν που επιθυμούσεν· εμβήκα κατά την συνήθειαν εις τον χοντζερέ της Σχυρίνας, εις τον οποίον εστοχαζόμουν πως θέλω τον εύρει.

Ώστε που μετέπειτα έλαβα ένα από τα ψωμιά μου, και έφαγα και έπια και νερόν, και μετά ταύτα έζησα μερικές ημέρες· και όταν τα έσωσα, εστοχαζόμουν ότι τότε εξ ανάγκης έπρεπε να αποθάνω, και δεν εκαρτερούσα άλλο, παρά τον θάνατον· όταν ακούω και ανοίγουν το στόμιον του κοιμητηρίου, και εκατέβασαν ένα νεκρόν· έπειτα εκατέβασαν και την γυναίκα του ζωντανήν.

Έμεινα το λοιπόν γελασμένος ωσάν και άλλοι πολλοί από τα πλαστά σημεία της φιλίας και τα χάιδια, που μου έδειχνεν και εστοχαζόμουν ότι οι άλλοι αγαπητικοί της δεν είχαν την χάριν προς αυτήν καθώς εγώ την είχα, και ενόμιζα πώς ήμουν πλέον ευτυχισμένος από αυτούς.

Και αφού έκλαυσα αρκετά, εστοχαζόμουν ότι όσα προείπον οι Αστρολόγοι, αλήθευσαν· και εθαύμαζα διά τοιαύτα παράδοξα συμβάντα· αλλ' όταν ενεθυμήθην, ότι επλησίασε η ημέρα που έμελλε να έλθη ο πατήρ του νέου, διά να τον σηκώση απεκεί, εστοχάσθην ότι εάν μείνω εδώ εις το υπόγειον και με εύρουν μαζί με τον φονευμένον νέον, βέβαια ο πατήρ του θέλει οργισθή εναντίον μου, ότι εγώ τον εθανάτωσα· και ούτε θα έχει ισχύν η δικαιολογία μου ότι συνέβη εξ απροσεξίας ο θάνατος του υιού του και θέλει προστάξει τους δούλους του να με θανατώσουν· όθεν ευθύς έδραμα έξω και σφαλίσας την θύραν ως ήτον πρότερον ανεχώρησα και εκρύβην επάνω εις ένα δένδρον.

Εμβήκαμεν εις ένα μεγαλοπρεπέστατον χοντζερέ, εις τον οποίον είδα εκείνην την κυράν, που εκάθονταν επάνω εις μαξιλάρες ολόχρυσες· τριγύρου της οποίας έστεκαν μερικές σκλάβες πλουσίως ενδεδυμένες· εθεώρησα τότε αυτήν την κυρά, και όντας χωρίς σκέπασμα εις το κεφάλι μού εφάνη χίλιες φορές πλέον ωραία, από εκείνο που την εστοχαζόμουν οπόταν την είδα μπουλωμένην· τα διαμαντικά και τα πλούσια φορέματα που την εστόλιζαν, την έδειχναν φυσικά πολλά ωραίαν, χωρίς να έχη χρείαν από την τέχνην της μεταμορφώσεως με τα φτιασίδια.

Και εκεί που έτσι εστοχαζόμουν, και άρχισα να βάνω την φούσκαν εις το κεφάλι μου, ιδού και βλέπω μίαν σκλάβαν να έρχεται προς εμένα. Κασιδιάρη, μου λέγει, η κυρία μου με έστειλε διά να σου ειπώ, ότι ετούτην την νύκτα θέλει να σε εμβάση εις το παλάτι της, διά να την ξεφαντώσης με τα τραγούδια σου· θυμήσου να ευρεθής εδώ εις την μίαν ώραν της νυκτός, και αλλέως μην κάμης.

Επεράσαμεν εκείνην την νύκτα συνευφραινόμενοι όλοι μαζί· εγώ ευρισκόμουν εις υπερβολικήν και άμετρον χαράν, και όταν εστοχαζόμουν τον κίνδυνον που διέφυγον μου εφαίνετο ότι ήμουν ωσάν εις ενύπνιον.

Αυτό με εξέπληξε πολύ περισσότερον, μην ηξεύροντας τι να στοχασθώ δι' αυτά που έβλεπα· και εκεί που τοιαύτης λογής εστοχαζόμουν, γυρίζω τα μάτια μου προς το παλάτι, και βλέπω εις ένα παράθυρον μίαν ωραιοτάτην κυράν, που μου έκανε νόημα να υπάγω εις αυτήν.