United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ ο ίδιος εις την νεότητά μου έμεινα γδυμένος από κλέφτες εις την στράταν, οι οποίοι μου επήραν πλούτη υπέρμετρα, και ευρέθηκα εις την ιδίαν σας κατάστασιν και χειρότερην, με όλον τούτο δεν απαράτησα που να παρηγορηθώ· ένα μόνον πράγμα με έθλιβε πολλά οπόταν εστοχάζομουν, από την μεγαλειότητα που ήμουν να καταντήσω να διακονώ.

Μετά το έκτον μου ταξείδι, αφού επέστρεψα εις την πατρίδα με μεγάλους θησαυρούς, ως άνωθεν ηκούσατε, απεφάσισα να μη ταξειδεύσω πλέον διά τε τον φόβον των κινδύνων, και μάλιστα διά το της ηλικίας προβεβηκός τρόπον τινά· ώστε δεν εστοχάζομουν άλλο, πάρεξ το να διάγω εις το εξής μίαν ζωήν ήσυχον με ευθυμίας και περιδιαβάσεις· αλλ' όντας μίαν ημέραν εις μίαν χαροποιάν ξεφάντωσιν με την συνοδείαν διαφόρων φίλων και συγγενών μου, έστειλεν ο Βασιλεύς Καλίφης έναν από τους αξιωματικούς του παλατίου του εις αναζήτησίν μου· ο οποίος είχε προσταγήν παρά του βασιλέως διά να παρασταθώ εις τον βασιλέα.

Ερχόμενος το λοιπόν εις τον εαυτόν μου, τρέχω διά να έβγω, μα ευρίσκοντας τες πόρτες κλεισμένες, έμεινα ωσάν νεκρός· και εις αυτό το αναμεταξύ που εστοχαζόμουν πώς να έβγω, βλέπω μίαν Κυρίαν, και παραστένεται αιφνιδίως έμπροσθά μου, η οποία εφαίνονταν, με όλον που ήταν νύκτα, να ήτον ωραιοτάτη κόρη.

«Πονηρός είσαι αληθινά, δεν είσαι ματαιολόγος• ποίον λόγον εσοφίσθηκες να βγάλης απ' τα χείλη! μάρτυς μου η γη και ο ουρανός πλατύτατος επάνω, και της Στυγός τα ρεύματα, 'που χύνονταιτον Άδη, 185 οπού 'ναι πρώτος και φρικτός των αθανάτων όρκος, ότι κακό δεν μελετώ ενάντια σου κανένα• αλλ' όσα θα εστοχάζομουν, αν όμοια μ' είχε ανάγκη, για τον εαυτό μου, αυτά νοώ και αυτά σε συμβουλεύω. ότι κ' εγώ προαίρεσιν έχω αγαθήν και τρέφω 190 μέσα καρδιάν ελεητική και όχι σιδερένια».

Αυτά και άλλα παρόμοια έλεγα, και εστοχαζόμουν, τα οποία μου επροξενούσαν θλίψιν απαρηγόρητον διά πολύν καιρόν. Μίαν ημέραν το λοιπόν, που ευρισκόμουν εις αυτήν την κατάστασιν, βλέπω μίαν άλλην ωραιοτάτην κυράν πλουσίως ενδυμένην με οχτώ δέκα σκλάβες κοντά της, εις μίαν από τες οποίες είπε, θεωρώντας τα ελάφια.

Τότε εγώ εστάθηκα διά να την θεωρήσω, και αυτή καταλαμβάνοντας που την εκύτταζα, ετραβήχθη μέσα και έκλεισε το παραθύρι· εγώ, τετρωμένος από την ωραιότητά της, όλην εκείνην την ημέραν και την νύκτα δεν εστοχαζόμουν άλλο παρά αυτήν· και άκουσον τι μου επροξένησεν αυτή η αγάπη.

Ω αυθέντη, εφώναξα βλέποντάς τον, πώς είσαι εις αυτήν την κατάστασιν; Μα αυτός αντίς να μου αποκριθή, τρέχει και παίρνει ένα άλογον και καβαλλικεύοντάς το φεύγει με μέγαν φόβον χωρίς να μου ειπή λόγον· και καθώς εγώ εστοχαζόμουν μήπως του έτυχε κανένα εναντίον, έτσι αποφάσισα διά να τον ακολουθήσω.

Και εκεί που εστοχαζόμουν μεν να την εξυπνήσω, βλέπω εκεί επάνω εις μίαν πλάκα κάποια γράμματα σκαλισμένα. Εγώ εμβήκα εις υποψίαν, μήπως και εις εκείνην την πλάκα στέκει κρυμμένη καμμία μαγεία, και ηθέλησα διά να την ανασείσω από εκεί και, ευθύς που την εσήκωσα εκείνη η νέα εξύπνησε με ένα μέγαν αναστεναγμόν.

Εγώ ευθύς που είδα τα κομμάτια το κρέας να πέφτουν εις εκείνα τα πετράδια επάνω, όντας μόνος εξουσιαστής εις όλους εκείνους τους πολυτίμους θησαυρούς, εσύναξα τα πλέον μεγαλύτερα και λαμπρότερα διαμάντια και εγέμισα τες τσέπες και τους κόλπους μου και εις όποιο άλλο μέρος των φορεμάτων μου εδυνήθην να βάλλω, των οποίων η τιμή ήτον αναρίθμητος και ανεκτίμητος· έπειτα με το ζωνάρι μου έδεσα επάνω εις τες πλάτες μου ένα μεγάλο κομμάτι κρέας καλά και σφιγκτά και έπεσα ταπίστομα κατά γης χωρίς να κινηθώ παντελώς και εστοχαζόμουν ότι εκείνος ήτον ο καταλληλότερος τρόπος διά να έβγω από εκείνην την άβυσσον, που έως τότε την θεωρούσα διά σκοτεινόν μου τάφον.

Ο Καλίφης δεν είχε χορτασμόν από την όρεξιν που είχε να το θεωρή, και να αισθάνεται εκείνες τες ευωδίες· και ευθύς επήρεν από έμπροσθέν του εκείνο το δένδρον, και ο Καλίφης έμεινε συγχισμένος που το εσήκωσεν έτσι ογλήγορα, εις καιρόν που είχε την ευχαρίστησιν να το θεωρή, και στοχαζόμενος έλεγεν· άρα γε να εφοβήθη να μη του το ζητήσω να μου το χαρίση και το εσήκωσεν, και αφ' ότι βλέπω τούτος είναι ένας άνθρωπος, που δεν ειξεύρει την διάκρισιν και την ευγένειαν, καθώς το εστοχαζόμουν.