United States or Greece ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ημείς ακούοντες τας φωνάς εκείνων των ταλαιπώρων ετρέξαμεν εις βοήθειάν των, και ένας από τους ιδικούς μας, ο πλέον τολμηρός και πρακτικός, με οξύ και κοπτερόν κοντάρι εκτύπησε το κήτος πρώτον εις την καρδίαν, έπειτα εις τον μυελόν της κεφαλής και όταν το κήτος αγροίκησε τας θανατηφόρους πληγάς· εν τω άμα εξέρασε το πλοιάριον, όμως σχεδόν συντριμμένον και ακατάλληλον διά να αρμενίση.

Ο Ροκ αγροίκησε μεγάλον πόνον που τον έκαμε να δοθή εις ένα μέγα ούρλιασμα, τόσον που αντηχολόγησεν ο αέρας, και διά να ξεδικηθή έβγαλε με τα νύχιά του τα μάτια του εχθρού του.

Μερικοί από τους συντρόφους μου εκατάλαβαν, ότι εκείνο δεν ήτο νησί, αλλά μία χελώνα θαλασσινή, και όταν αγροίκησε την φωτιάν ετινάχθη και βλέποντας που ήθελε να βυθισθή εις την θάλασσαν, έτρεξαν εις το καΐκι και εφώναξαν όσους είδον εκεί πλησίον.

Ο Κουλούφ εις αυτήν την είδησιν δεν ηθέλησε ούτε απόκρισιν να του δώση, και ακολούθησε διά να ευφραίνεται με την Δηλαράν· μα αιφνιδίως αγροίκησε να του παύση η χαρά, και μία θανατηφόρος θλίψις τον επερικύκλωσεν, και με αναστεναγμόν είπεν· αχ, Κυρά μου, καταλαμβάνω που οι εδικοί σου βιάζονται διά να μας χωρίσουν.

Όταν εβγήκεν έξω ο καραβοκύρης τον ερώτησαν οι πραγματευταί πόθεν ήρχετο· αυτός τους διηγήθη, ότι ήρχετο από τα παραθαλάσσια της Βαβυλώνος και εις το αναμεταξύ του ταξειδιού του εσυναπάντησαν ένα νησί, εις το οποίον εβγήκαν οι περισσότεροι πραγματευταί και ναύτες διά να περιηγηθούν· και άναψαν και φωτιάν διά να μαγειρεύσουν· εκείνο το νησί ήτον μία μεγάλη χελώνη, που εκοιμάτο εις την επιφάνειαν της θαλάσσης· και όταν αγροίκησε την φωτιάν, εσείσθη και εβυθίσθη εις την θάλασσαν, και όσοι επρόφθασαν να έμβουν εις το καΐκι εσώθησαν.

Ο Αγγελής, έν των παιδίων, ήκουσε ζωηρότατα τον μεταλλικόν κρότον, αγροίκησε πολύ καλά το μέρος εις το οποίον είχον πέσει τα κέρματα, και κύψας και ψηλαφών ήρχισε να τα μαζώνη με την φούχταν, ενώ τα άλλα παιδία έτρεχαν κατόπιν του φεύγοντος Παλούκα, ρίπτοντα λίθους και κράζοντα·Να κι' άλλη ζυγιά! Να κι' άλλη ζυγιά!

Εκείνον τον αλαλαγμό κι' όλη την λάμψι εκείνη Απ' της Κλεισούρας το μικρό εκείνο ερημοκκλήσι Αγροίκησε ο Καλόγηρος κ' είχε με μιας γνωρίσητο Μεσολόγγι τη βραδειά εκείνη τ' είχε γίνη. Με μιας πετιέταιτην κορφή και το τηράει και κλαίει Και τέτοια αναστενάζοντας λόγια θλιμμένα λέει: — Αφωρισμένος τρεις φοραίς οποίος έβαλε χέρι 'Στ' αστέρι της Πατρίδας μας, 'ςτού Γένους μας τ' αστέρι!

Δεν το αγροίκησε χωρίς πόνον η γυναίκα μου, ότι εγώ έμελλα να κάνω ένα τέτοιον μακρυνόν ταξείδιον· εκαταπείσθη τέλος πάντων εις τα δικαιολογήματά μου, με τες ελπίδες που έμελλα να γυρίσω φορτωμένος από πλούτη εις την Μπάσραν, και ότι υστερώτερα θα ήθελον απεράσει με αυτήν ευτυχώς δίχως να λάβω άλλην χρείαν να ταξειδεύσω.