United States or Tunisia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εάν ο έρως δεν εγεννάτο προ των θεών, αναμφιβόλως το θείον θα συνελάμβανε την ιδέαν της δημιουργίας του, από το σύνολον της εικόνος εκείνης, την οποίαν επαρουσίασαν στιγμαίως ο Οδυσσεύς και ο Κύκλωψ, ο είς φερόμενος υπό την κοιλίαν του κριού, ο δ' έτερος ψηλαφών και μη ευρίσκων τίποτε· εικών πανούργου, γίγαντος και τυφλού. Ιδού ο Έρως.

Ο νέος προσεπάθησε ν' ανεγείρη αυτήν και να την λάβη εις τας αγκάλας, όπως την μεταφέρη εκτός του σπηλαίου. Ο δε Θευδάς ήδη είχεν εξέλθει ψηλαφών. Οι λίθοι, οίτινες είχον πέσει εκ της οροφής, ήσαν ως προαγγελία προς αυτόν, και έσπευσε να φύγη, όπως σώση την ζωήν του. «Υπάγωμεν, Αϊμά, είπεν ο Μάχτος. Εγώ είμαι». Αλλ' η νέα δεν ηδύνατο να κινηθή, είχε καταστή βαρεία ως μόλυβδος.

Μόνον όσα του είπε διά το μουστάκι αφήκαν μίαν επίμονον κηλίδα. Οι λόγοι της επανήρχοντο επιμόνως εις το πνεύμα του· και, ψηλαφών τον μόλις φυόμενον μύστακά του, εσκέπτετο ότι ίσως τωόντι ήτο αταίριαστον εις μίαν γυναίκα να έχη τοιούτον τρίχωμα, έστω και τόσον αδιόρατον, επί του χείλους της. Αλλ' η σκέψις αύτη διήγειρεν εις την ψυχήν του μάλλον αγανάκτησιν κατά της χήρας.

Επί τέλους ηκούσθησαν βηματισμοί εις την αυλήν και η βαρεία της οικίας θύρα ηνοίχθη υπό γραίας υπηρετρίας κρατούσης λύχνον, διά του οποίου εφώτισε το πρόσωπον του αγωγιάτου και το ιδικόν μου. Ο Νίκος παρέκει, ψηλαφών εις τα σκοτεινά, κατεγίνετο να εξακριβώση εάν ήσαν σώα τα πράγματά μας και ανελλιπή επί των ώμων των ημιόνων.

Ο Φούρβης, ψηλαφών εις τον τοίχον, διότι δεν υπήρχε φως, και συνάμα κρατούμενος εγγύθεν υπό του Σκούντα, ανεύρε τα κλειδία και τω τα ενεχείρισε. — Πάρε τα, και ξεφορτώσου με, είπεν. Ω διάβολε! Αυτό μας έλειπε. Θα μ' έπνιγες, ακόμα λίγο. — Έλα να μου ανοίξης, είπεν ο Σκούντας, μη αρκεσθείς εις την κατοχήν των κλειδίων.

Ο Νταντής έκυψεν εις το πάτωμα του μικρού προδόμου εις το σκότος, ψηλαφών να εύρη τα παληοπάπουτσά του να τα φορέση. Έκαμνε μικρόν θόρυβον, κρούων διαφορά ζεύγη παλαιών τσοκάρων προς άλληλα και επί των σανίδων του πατώματος. — Πού είναι τα παληοκατσάρια μου; είπε.

Δεν είχεν ακόμη αποκοιμηθή και ήκουσε δούπον έξωθεν της θύρας, ως βήματα ανθρώπου. Είτα ήκουσε λείον κρότον, ως να έξεε τις την θύραν με τους όνυχας, ή ως να προσεπάθει τις να εισαγάγη κλείδα εις την οπήν του κλείθρου, ψηλαφών εν τω σκότει. Μετά τούτο αντήχησε σφοδρότερος κρότος, ως εκ περιστροφής της κλειδός. Τέλος, μετά τινας στιγμάς, η θύρα ηνοίχθη...

Ο Αγγελής, έν των παιδίων, ήκουσε ζωηρότατα τον μεταλλικόν κρότον, αγροίκησε πολύ καλά το μέρος εις το οποίον είχον πέσει τα κέρματα, και κύψας και ψηλαφών ήρχισε να τα μαζώνη με την φούχταν, ενώ τα άλλα παιδία έτρεχαν κατόπιν του φεύγοντος Παλούκα, ρίπτοντα λίθους και κράζοντα·Να κι' άλλη ζυγιά! Να κι' άλλη ζυγιά!