United States or Sint Maarten ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά τι λοιπόν εννοείς, και εις τι να υποθέσωμεν ότι αναφέρεται αυτός σου ο λόγος; Αγαπητέ μου, και εγώ εγέλασα προ ολίγου τον εαυτόν μου. Δηλαδή ρίψας βλέμμα προς αυτήν την εκστρατείαν περί της οποίας ομιλούμεν μου εφάνη λαμπροτάτη και ότι θα επετύγχαναν θαυμάσιον απόκτημα οι Έλληνες, καθώς είπα, εάν τότε εμεταχειρίζείο κανείς αυτήν καλώς.

Τόρα όμως πρέπει, εφόσον παρόμοιόν τι δύναται να επινοηθή υπό έποψιν φιλοζωίας, διά να μη κινδυνεύη πλέον εις την ζωήν του, αλλά να ζη όσον το δυνατόν περισσότερον χρόνον μέσα εις ανυπόφορον ατίμωσιν, να υπάρχη ο εξής νόμος διά τους τοιούτους: Όστις καταδικασθή ως ρίψας τα όπλα του ατίμως, αυτόν ούτε κανείς στρατηγός ούτε άλλος πολεμικός αρχηγός ας μη τον χρησιμοποιήση ας άνδρα στρατιώτην ούτε να τον κατατάξη εις οποιανδήποτε τάξιν, ειδεμή εις την λογοδοσίαν του να επιβάλλουν εις αυτόν το πρόστιμον οι τιμηταί, δηλαδή, εάν μεν ο κατατάξας τον άνανδρον ανήκη εις τα πρώτον τίμημα, χιλίας δραχμάς, εάν δε εις το δεύτερον πέντε μνας, εάν δε εις το τρίτον τρεις μνας, εάν δε εις το τέταρτον, μίαν μναν.

Εγώ λοιπόν αυτά, ακούσας και ειπών, και ρίψας τρόπον τινα ως βέλη, εθεώρουν αυτόν τρωθέντα· και εγερθείς, χωρίς να του δώσω καιρόν να ειπή τίποτε άλλο, εφόρεσα το ιμάτιον τούτοδιότι ήτον χειμώνκαι κατεκλίθην υπό τον τρίβωνα αυτού, περιβαλών δε διά των χειρών τον αληθώς δαιμόνιον και θαυμαστόν τούτον άνδρα, έμεινα μαζί του όλην την νύκτα.

Ο μπάρμπα-Σταύρος ρίψας εις τους ώμους τουαναπεταρίκιμίαν παλαιάν γούναν, και χουχουλίσας τας χείρας του, και θωπεύσας είτα προς τα κάτω ως διά κτενίου τους μύστακάς του τους στακτερούς, ένθεν και ένθεν, ήνοιξεν ανυπόμονος το παράθυρον προς την οδόν διά να ίδη. — Δεν έχ' π' θενά σήμερα! επανέλαβε. — Νά τα!

Το μόνον το οποίον μας διηγείται ο Ευαγγελιστής είνε ότι, ρίψας οιονεί Εαυτόν εν πλήρει εμπιστοσύνη εις την προστασίαν των μαθητών Του των από της Γαλιλαίας και των εν Ιερουσαλήμ, ευρέθη αίφνης καθήμενος εις μίαν των μεγάλων στοών των ανοιγομένων προς τας αυλάς του Ναού, και εκεί εδίδαξε. Προς καιρόν τον ηκροάσθησαν εμβρόντητοι εν σιωπή.

Είτα εξέπλεξε και το κοντάρι από το μέρος, όπου είχεν εμπλακή, και είπεν εις τον Νίκον·Να, πώς ν' αβαράρης! Και του έδειξεν εμπράκτως τον τρόπον, ρίψας αυτώ το κοντάριον. Είτα ώθησε την φελούκαν από της πρύμνης, απομακρύνας αυτήν των λιμναίων χόρτων, ως και των ρηχών, ενώ η Πολυμνία τον εκύτταζε μειδιώσα και άκουσα τον εθαύμαζεν υποψιθυρίζουσα·Τι παράξενο παιδί!

Ήρπασαν από των χειρών του Βράγγη την μικράν παιδίσκην, και εξηκολούθησαν τον δρόμον των. Ο Βράγγης έκλαιεν ως παιδίον. — Πάρε αυτό, γέρο, διά να παρηγορηθής! έκραξεν ο πρώτος των ιππέων ρίψας αυτώ βαλάντιον πλήρες χρημάτων. Ο Βράγγης κατεπάτησε το βαλάντιον με τους δύο πόδας του, και έτρεξε κλαίων κατόπιν των καλπαζόντων ίππων.

Έρχεσαι μαζί με τα παιδιά; — Έρχομαι. Και ρίψας την αξίνην επ' ώμου ηκολούθησε προθύμως τους εργάτας. Μόλις έφθασαν εις το κτήμα οι εργάται ετέθησαν κατά σειράν, απέχοντες ο είς του άλλου όσον επέτρεπε να χειρίζωνται ελευθέρως τας αξίνας των και ήρχισαν την εργασίαν.

Μετά μίαν στιγμήν ηκούσθη βήμα βαρύ και ρυθμικόν, και εις την αίθουσαν εισήλθεν ο εκατόνταρχος Άπερ, τον οποίον εγνώριζεν ο Πετρώνιος, φέρων σιδηρά όπλα και κράνος. — Ευγενή άρχον, είπεν, ιδού μία επιστολή του Καίσαρος. Ο Πετρώνιος ήπλωσε νωχελώς την λευκήν χείρα του, έλαβε την πινακίδα και ρίψας βλέμμα εις αυτήν, την ενεχείρισεν ατάραχος εις την Ευνίκην.

Λοιπόν, καθώς σου είπα, ρίψας βλέμμα εις τας ιδικάς σου τέχναςείναι δε αρκεταίκαι εις τας τέχνας των άλλων ειπέ μου, αν θα εύρης, συμφώνως με όσα ωμολογήσαμεν εγώ και συ, να υπάρχη εις καθεμίαν χωριστά ο αληθινός από τον ψεύτην και να μην είναι ο ίδιος. Εις οποιανδήποτε σοφίαν θέλεις, παρατήρησέ το αυτό, ή εις πανουργίαν ή οτιδήποτε όνομα θέλεις να της δώσης.