United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πολικός αστήρ ήτο δι' εμέ ο γνωστός λοφίσκος και τα δένδρα τα κρύπτοντα την θέαν του επ' αυτού παρεκκλησίου μας. Εβάδιζα ταχέως με την αξίνην επί του αυχένος, ο δε νους μου εδούλευεν. Εσκεπτόμην προ πάντων περί του μέλλοντος.

Έρχεσαι μαζί με τα παιδιά; — Έρχομαι. Και ρίψας την αξίνην επ' ώμου ηκολούθησε προθύμως τους εργάτας. Μόλις έφθασαν εις το κτήμα οι εργάται ετέθησαν κατά σειράν, απέχοντες ο είς του άλλου όσον επέτρεπε να χειρίζωνται ελευθέρως τας αξίνας των και ήρχισαν την εργασίαν.

Το μοιρολόγι μου αυτό θα έχης κάθε νύκτα, να έρχωμαι ς' τον τάφον σου, να ραίνω και να κλαίω. Α! το παιδί μ' ειδοποιεί· θα πλησιάζη κάποιος. Ποιος είν' αυτός που έρχεται μ' ανόσιον ποδάρι, και μου χαλνά την νεκρικήν πομπήν του Έρωτός μου; Κρατεί ‘ς το χέρι του δαυλόν. Ω νύκτα, σκέπασέ με! ΡΩΜΑΙΟΣ Δος μου, Βαλτάσσαρ, τον μοχλόν και την αξίνην δος μου.

Εγώ ευρεθείς εις αμηχανίανδιότι εφοβούμην μήπως ο Παγκράτης επιστρέψη και θυμώσει, όπως και έγινεεπήρα αξίνην και έκοψα τον κόπανον εις δύο• αλλ' αντί ενός έγιναν τότε δύο οι νεροφόροι. Εν τω μεταξύ τούτω έφθασε και ο Παγκράτης και εννοήσας τι είχε γίνει, τους μεν υδροφόρους έκαμε πάλιν ξύλα, όπως ήσαν προ της επωδής, αυτός δε έπειτα ανεχώρησε κρυφίως, δεν γνωρίζω που.

Την μεγάλην τεσσαρακοστήν σκάπτονται τα κτήματα· πλήθος Ζακυνθίων, Κεφαλλήνων κ' εντοπίων εργατών εξέρχεται λίαν πρωί και καταλαμβάνει καθ' ομίλους το Σταυροπάζαρο, το κεντρικώτερον μέρος της αγοράς, όπου διασταυρόνονται οι δύο δρόμοι της. Ίστανται εκεί όρθιοι με την αξίνην παρά πόδας, έτοιμοι ν' ακολουθήσουν τον πλειοδοτούντα εις το ημεροδούλι των.

Πάμε είπεν ο Σταύρος επιμένων. — Δεν έρχομαι απήντησε ξηρώς. Κ' έφυγε μετά σπουδής ως κλέπτης. Διότι αν και δεν ανέφερεν όνομα, εκ της εκθέσεως όμως των γεγονότων, αυτόν ηννόει το αναγνωσθέν επιτίμιον. Ο Δημήτρης Νουλάς ήτο πτωχός εργάτης, μόνον πλούτον έχων την αξίνην, τον λίσγον και τας δύο χείρας του διά των οποίων ειργάζετο, εντίμως ποριζόμενος τα έξοδα της ημέρας.

Να φανή ο Πρίγκηψ δεν θ' αργήση. Β’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ Ένας καλόγηρος ιδού, οπού θρηνεί, και τρέμει, κι' αναστενάζει. Έφευγε απ' το νεκροταφείον και εκρατούσε τον μοχλόν και την αξίνην τούτην. Α’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ Το πράγμα είναι ύποπτον. Κι αυτόν κρατήσετέ τον. ΠΡΙΓΚΗΨ Τι έγινε; τι συμφορά τόσον πρωί συνέβη, κ' ετάραξε τον ύπνον μας και την ανάπαυσίν μας; ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Τι είν' η τόση ταραχή και το κακόν;

Εσυμφωνήσαμεν πού εντός του χωρίου θα τον εύρω την επαύριον, ηγόρασα αξίνην διά να φαίνωμαι ως εργάτης πηγαίνων δι' ημερομίσθιον, και τον απεχαιρέτησα. Ήτο ανήσυχος και πλήρης φόβων εκείνος, αλλ' εγώ ησθανόμην την καρδίαν μου ελαφράν. Είχα προαίσθημα ότι θα επιτύχω.

Κάτω δε χαμηλά εις την βάσιν του βουνού ένας Τούρκος εφαίνετο κόπτων πλάτανον και ο Μανώλης έβλεπε καταφερομένην την αξίνην και μετά πάροδον δευτερολέπτων ήκουε τον υπόκωφον κτύπον. Έπειτα επανήλθεν εις την μνήμην του ο Τερερές και το σκοτεινόν πρόβλημα ήρχισε πάλιν να περιστρέφεται εις το πνεύμα του: Μα τι δέσιμο να είνε αυτό;

Εβάδιζα προς την έξοδον του χωρίου με την αξίνην επί του ώμου, ότε εις το κατώφλιον θύρας ανοικτής είδα ιστάμενον άνθρωπον ενδεδυμένον κατά το ήμισυ ευρωπαϊστί και καπνίζοντα. Τον ανεγνώρισα μακρόθεν ! Ήτο ο Ζενάκης, ο γέρων του πατρός μου φίλος. Αι τρίχες του ήσαν λευκότεραι ή προ δυο ετών, το δε πρόσωπόν του ειπέρποτε κατηφές.