United States or Barbados ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα λιθοσώρια οπ' άσπριζαν ολονυχτής στο βουνό απάνου, λαμποκοπούσαν τώρα στο περιαύλι της εκκλησιάς· και γύρα τους ολόρθος ο κόσμος του χωριού, ξεφορτωμένος και κατακόκκινος και χαριτωμένος κι ώμορφος και λαμπρός, εδέχονταν με χαρές και με παινετικά λόγια τους αντρειωμένους, οπού στερνοί στερνοί κατέβαζαν στους στοιχειωμένους των ώμους απάνου ολόβολα χάλαρα, ακέριους βαριοκομμένους βράχους.

Μετ' ολίγον εμφανίζεται πάλιν ο Θανάσης κατακόκκινος, κρατών μέγα μαύρον τηγάνιον, εν ώ ετσιτσίριζεν ακόμη σπαρακτικώς το έλαιον. — Έχετε εις το ταμείον χρήματα! Εμπρός τα κλειδιά· είπεν ο αρχιληστής. — Τα έχει ο ηγούμενος, γενναιότατε, είπεν ο ρινόφωνος αρχοντάρης. Εμείς δεν γνωρίζομεν. Αλλ' ο αρχιληστής εν γνώσει πάντων λέγει προς τον Θανάση: — Εδώ Θανάση!

Και παίζουν εις την ποδιάν της, θαρρείς, μαύρα ματάκια, από χανδρίτσαις ψεύτικα ματάκια. Πυρίνη, κατακόκκινος ημικυκλική οπή, καίει τώρα προς δύσιν. Οπή καμίνου, ένδον της οποίας αναρριπίζονται δυσθεώρητοι φλόγες. Ούτω πυρίνους λάμψεις θα εξηκόντιζε και η φοβερά Βαβυλωνία κάμινος.

Και φωναί, και αναζητήσεις και ανακραυγαί και εκπλήξεις και ευχαί και προπόσεις, και άσματα και ψαλμωδίαι και βόμβος ως από μυριάδων κυψελών, εκεί εις τους σχοίνους, και σμήνη παιδίων, τα οποία εν αλαλαγμώ με τα κηρία αναμμένα, έτρεχον εις του Χαιρημωνά να υδρευθώσιν, εν ώ ο Παπα-Μακάριος, κατακόκκινος από την κούρασιντις οίδενέγραφε τα ονόματα έχων χαρτίον επί του γόνατος, καθήμενος επί της φλοιάς του ναΐσκου, όστις εφεγγοβόλει από την λάμψιν των λαμπάδων και των κηρίωντον χρόνον μίαν φοράν ο καϊμένος — .

Μου εφάνηκε πως μ' ερράπισε. — Λοιπόν θα πάρω γυναίκα να με τρέφη; του είπα κατακόκκινος. — Όχι, δε θα σε τρέφει· μη θυμώνεις. Δε θέλω να σε προσβάλω. Θα δουλεύης· θα δουλέψετε κ' οι δυο. Είνε το περβόλι, είνε τ' αμπέλι, είνε το χωράφι. Δουλευτάδες καρτερούν. Η αλήθεια είνε πως δεν ήθελα και τίποτε άλλο. Τη θάλασσα την αρνιόμουν και την απαρνιόμουν.

Ένας δε κατακόκκινος ερυθρίνος, ο σατανάς των ιχθύων, αν είχε φωνήν, θα εξεφώνει καμμίαν πρωίαν: — Έλα λοιπόν κάτω αφού τόσον μας αγαπάς! Με τόσον σατανικόν βλέμμα, τον έβλεπε τον γέροντα. Έως ου η τρυφερά αυτή αγάπη εις μανίαν μετετράπη.

Άμα σου φεύγη κανένα πουλάκι, εδώ νάρχεσαι να το ζητάς. Μικρά μεγάλα στον κήπο μου έρχονται και φωλιάζουν. Ο Δημητράκης κατακόκκινος το πήρε κ' έφυγε τρεχάτος. Έπειτα όμως σκέφτηκε την καλωσύνη της, το χαμογέλοιο, την ομορφάδα της και θύμωσε για το φέρσιμό του. Αυτός εφάνηκε πρόστυχος όχι εκείνη. Δίχως άλλο· ο αδερφός του δεν ήξερε τι έλεγε.

Μαγιάρ κατακόκκινος από θυμόν. Εις τας λέξεις αυτάς οι παριστάμενοι εκράτησαν σιγήν επί έν λεπτόν. Μία κυρία μάλιστα, η οποία συνεμορφώθη κατά γράμμα προς τα κελεύσματα του κ. Μαγιάρ, έβγαλε την γλώσσαν της, την έλαβεν εις τα δύο χέρια της και την εκράτησε με μίαν επαινετήν υπομονήν μέχρι τέλους του γεύματος. — Αυτή η αξιαγάπητος κυρία, είπα χαμηλοφώνως προς τον κ.

Ο μούτσος έγινε κατακόκκινος, τα μάτια του γυάλιζαν, η γλώσσα του έτρεχε σαν νερό. Θαρρούσε πως ήταν η ώρα που έβλεπε μπροστά του εκείνα πούθελε να πη. Όλοι τον άκουγαν μ' ανοιχτό το στόμα. Η παπαδιά είχε αλλάξει εκατό χρώματα. — Εγώ ήμουνα, που λες, με τη γολέττα του μπάρμπα μου.

Και απεσύρετο προς την θύραν, διά να εξασφαλίση την υποχώρησιν εν περιπτώσει νέας εφόδου, οπότε ηκούσθη θόρυβος βημάτων. — Ο κύρης μου! εψιθύρισε και διευθετούσα τα ενδύματα και την κόμην της έτρεξε προς το τελάρον. Ο δε Μανώλης κατακόκκινος, παρετήρει γύρω, ως να εζήτει μέρος διά να φύγη.