United States or Saint Lucia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' ο Πάρης δε χασομεράει στον αψηλό του σπίτι, μόνε σα χαλκοφόρεσε την πλούσια αρμάτωσά του, περνάει τη χώρα τρέχοντας μ' ακούραστο ποδάρι. 505 Σαν άλογο, που στο παχνί αργό παραχορταίνει και το καπίστρι σπάει κι' ορμά στον κάμπο πιλαλώνταςγιατί να λούζεται έμαθε στα δροσερά ποτάμιαπερήφανο έτσι, κι' αψηλά βαστάει την κεφαλή του, κι' απάνου κάτου η χήτη του στους ώμους κυματίζει, 510 κι' αφτό γιομάτο λεβεντιά, γοργά το παν τα πόδια όπου συχνάζουν άλογα και στα λιβάδια βόσκουν· έτσι και του Πριάμου ο γιος, αστράφτοντας σαν ήλιος μες στη λαμπρή του αρματωσά, κατέβηκε το κάστρο καμαρωτός, και γλήγορα τον πήγαιναν τα πόδια.

Κ' ενώ ο Φαφάνας διηγείτο πώς ευρέθη εκεί εις τον έρημον λιμένα, ο καμαρώτος όστις ωδήγησεν αυτόν κάτω, ανερχόμενος πάλιν εις την εργασίαν του, εις το μαγειρείον, αφού παρέλαβε και τα κομισθέντα δώρα παρά του καπετάν-Φαφάνα, είπεν εις το αυτί του γέρω-Μπούμπα, σαν να ήθελε να του ανακοίνωση μυστικόν: — Καλά Χριστούγεννατης Τρεις Μπούκαις, παππού! Δεν σου τώπα; — Τον κακό σου, Ζούμπουρα!

Αλλ' ο καπετάν-Φώκας, ολομόναχος πάντοτε, εν τη πρύμνη, προσπαθών κατόπιν ν' ανοίξη δευτέραν φιάλην κονιάκ, κατακόκκινος και μισοζαλισμένος, παρά την θερμάστραν, ην προλαβών προσήναψεν ο καμαρώτος, έθραυσε τον λαιμόν αυτής και εχύθη το πλείστον του ποτού επί των αναμμένων ξύλων. Πάραυτα φλόγες πρασινογάλαζοι τον εκύκλωσαν έντρομον να τον καύσουν.

Ήταν η ώρα τους που θάγερναν το κοπάδι τα βόιδα στο χωριό, από τα βουκουλιά οι βοϊδολάτες κάτω. Κ' επρόσμεναν εκείνοι ανυπόμονα, ρίχνοντας λοξές ματιές, πότ' ο ένας πότ' ο άλλος μες από τις ελιές, κατά τον κάμπο, πέρα στα λιβάδια. Όσο έγερνε τόρα αργός, καμαρωτός ο ήλιος ολοένα προς τη δύση του, τα τσιντζίρια μες τις ελιές, εδυνάμωναν το τσιριχτό το τραγούδι τους.

Μα απ' τους θεούς ως τώρα κάπιος κρατά από πάνου μου κι' εμένα το δεξύ του, που να διαβάτη τυχερό μού στέλνει ομπρός στη στράτα 375 τέτιονε εδώ όπως είσαι εσύ, καμαρωτός πανώριος, παιδί γονιώνε ζηλεφτών, με γνώση προικισμένοςΤότε ο νεκραγωγιάτης γιος τ' απάντησε του Δία «Ναι, γέρο μου, όλα γνωστικά τα μίλησες και δίκια.

Αλλά την στιγμήν εκείνην ο καμαρώτος, ο Ζούμπουρας, ένας δεκαπενταετής με έξυπνα μάτια, νεανίσκος, αλλά ζαρωμένος μέσα εις πλατείς αμπάδες, ως σηπία εις το θαλάμι της, κατελθών από της πρύμνης, εκόμισε χιλιάρικην όλην, πλήρη τζαμάικας, αποστελλομένην παρά του πλοιάρχου εις τους ναύτας του, «να ξαποστάσουν». Όλοι επεκρότησαν πάραυτα προς την απροσδόκητον θέαν της χιλιάρικης.

Και προσέθηκεν, από μέρους του ο καμαρώτος, ότι η θάλασσα έγεινε ξείδι και πετά σπίθαις, θαρρείς, απόξω από της Τρεις Μπούκαις, οπού ήσαν αραγμένοι, από τον θυμόν της, και δεν θα κάμουν πανιά ούτε με μια 'βδομάδα.

Και πέφτει, κι' η αρματωσά βροντάει απάνωθές του. 260 Κατόπι παν τ' Ατρέα οι γιοί, Μενέλας κι' Αγαμέμνος, κατόπι οι Αίιδες οι διο, γιομάτοι αντριά και θάρρος, κατόπι ο άξιος Δομενιάς μαζί με το Μηριόνη το σύντροφό του, ισότιμο του θνητοφάγου τ' Άρη· Βρύπυγλος κατόπι, γιος καμαρωτός του Βαίμου. 265 Έννατος πήγε, λυγιστό τεντώνοντας δοξάρι, ο Τέφκρος, και σταμάτησε πισάσπιδα του Αία.

Ο αμαξηλάτης κάθησε στη θέση του, πήρε τα λουριά και το καμουτσίκι στα χέρια του και φώναξε καμαρωτός και δυνατά: «Ντε!, ντε!» Τ' άλογα τράβηξαν αγάλι' αγάλια, η σούστα κουνήθηκε, τ' αντρόγυνο απόμεινε εκεί, ο ένας στο πλάι του άλλου, γελαστοί, ευχαριστημένοι κατάκαρδα με κάποια λάμψη περηφάνειας στα μάτια τους, για τη μεγάλη εκείνη τιμή της κόρης τους.

Τότε ο Ζούμπουρας ο καμαρώτος, αδαής του κινδύνου, περνών απ' εμπρός από τον ωργισμένον γέρω-Μπούμπαν, χωμένος μέσα εις τας πλατείς αμπάδες του, ως χελώνη, τότε του πρωτοείπε, σαν προφήτης το παληόπαιδο: — Καλά Χριστούγεννατης Τρεις Μπούκαις, παππού! Και κύψας υπό τας βαρείας χείρας του γηραιού ναύτου υπεξέφυγεν ως έγχελυς, την οργήν του.