United States or Ukraine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και αν δε ο κίνδυνος ούτος είχε παρέλθη, αλγεινόν θα ήτο εις την φιλήσυχον οικογένειαν της Βηθανίας το να γείνη η εστία ανευλαβούς περιεργίας, και να εξετάζηται περί των κρυπτών εκείνων πραγμάτων τα οποία ουδείς ποτε είχεν αποκαλύψει. Κάτι φαίνεται άρα ότι εσφράγισε τα χείλη των Ευαγγελιστών εκείνων, το δε πρόσκομμα τούτο είχεν εκλίπη πλέον όταν το Ευαγγέλιον του Ιωάννου είδε το φως.

— Α! είδες; απολαμβάνει η κυρία Περδίκη λησμόνησα να σου δώσω δύο γράμματα . . . — Φέρ' τα μίαν στιγμήν, Ασπασία· επάνω εις το τραπεζάκι τα έβαλα. Η δεσποινίς Περδίκη εκτελεί την μητρικήν παραγγελίαν, και απέρχεται κατόπιν εις το δωμάτιόν της ίνα συγυρισθή, αφού προηγουμένως εσφράγισε διά τρυφεροτάτου φιλήματος την πατρικήν παρειάν, κ' εψιθύρισε σιγά εις το ους του πατρός της·

Δοξασμένος νάσαι που μ' άφηκες να ζήσω αρκετά ώστε να μπορέσω να βοηθήσω τούτους εδώΤους συμβούλεψε γνωστικά, έπειτα πήρε μελάνι και χαρτί κ' έγραψε μια επιστολή όπου ο Τριστάνος επρότεινε συμβιβασμό στο Βασιληά. Όταν έγραψε όλα όσα είπε ο Τριστάνος την εσφράγισε από κάτω με το δαχτυλίδι του. — Ποιος θα πάη αυτή την επιστολή; ρώτησε ο ερημίτης. — Θα την πάω μοναχός μου.

Παρ' τ' αυτά προσέθηκε, και φύλαξ 'τα, . . . είνε του παππού σου. Να μάθης γράμματα . . . να τα διαβάσης μόνος σου. Και η τελευταία της γραίας πνοή εσφράγισε το πρωτοχρονιάτικον σωρόν της. Την επομένην πρωίαν ο Γεώργης έφερεν εις τον κύριόν του τα υποδήματά του, ενώ εσπόγγιζε συνάμα διά της παλάμης του τους ερυθρούς εκ των δακρύων οφθαλμούς αυτού.

Ό,τι δε εις μέγιστον βαθμόν ελύπησε τους Χριστιανούς ήτο η υπό των Περσών σύλησις του τιμίου ξύλου του Σταυρού. Ο Πέρσης στρατηγός Σάρβαρος ήρπασε τον Σταυρόν, τον έκλεισεν εις θήκην και τον εσφράγισε με την σφραγίδα του πατριάρχου προς πίστωσιν της ταυτότητος. Το ναΐδιον του Αγίου Τάφου και αι εκκλησίαι έγειναν παρανάλωμα του πυρός.

Το βράδυ ακόμη κατεγίνετο με τα χαρτιά του, εξέσχισε πολλά και τα κατέρριψε στη θερμάστρα, εσφράγισε μερικά δέματα που έστελνε στο Γουλιέλμο.

Τό νύχι αιμάτωνε μεςτο στουρνάρι Έχωσε τάρματα και το ψωμίτο λείψανο έστρωσε χλωρό γρυπάρι, Το μνήμα εσφράγισε, σκύφτει, φιλεί. Βαστά το δάκρυ του, το καταπίνει Δεν εξανάσαινε μην προδοθή, Κυττάζει ολόγυρα, πετιέται, χύνει, Τρέμειτον πόλεμο μη δε βρεθή. Βλέπει το Τρίκορφο σφίγγεται, φτάνει Το λιανοτούφεκο πέφτει πυκνό. Σέρνειτα δόντια του το γιαταγάνι Ρουφά ανυπόμονα φλόγα, καπνό.