Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025
Τρέχα γύρευε τώρα πότε θα γυρίση. . . Μήπως θα τηνέ φέρη κιόλα πίσω ο κύριος Νίκος ! έ;, Νά-τα ! Μάτια μου, θέλει και καβαλλιέρο ! Δε στάλεγα εγώ; όπως πήγε, ναρθή ! τι; Και να δης που εξ αιτίας της αργεί κι ο Κύριος Νίκος.
Φως μου, το ζαριφλίκι σου σάλλη κιαμμιά δεν τώδα. Την εκτίμησιν, αν όχι τον ενθουσιασμόν του, διά την Πηγήν συνεμερίζετο και η σύζυγός του. Φτωχοπούλα ήτο, αλλά μήπως και αυτοί ήσαν πλούσιοι όταν επάρθηκαν; Φτωχός φτωχήν αγάπησε κι ο Θεός τσευλόγησε. Καλή καρδιά νάνε κιόλα έρχονται δεξιά.
Αφτό εκαθόταν στον παχύν τους ίσκιο αποκάτου το καταμεσήμερο. Αφτό έτρωγε τα καρπερά και κατάγλυκά τους σύκα κ' εδροσιζότανε. Για τούτο άφξαιναν κιόλα τα σύκα. Ήταν στοιχειωμένα κι αφτά, κ' εμεγάλωναν ως ένα αθρωπινό κεφάλι. Η βάρδια της Δραμαλούς, — και τα μαξούμια πια, και τα βυζασταρούδια τόξεραν· ήταν στοιχειωμένη.
Ο σκύλος πήγαινε πάντα κοντά του κι όταν πλησίαζε κανένας ξένος, παρακολουθούσε το φέρσιμό του με δύσπιστα μάτια, έτοιμος να μπη στη μέση, αν το απαιτούσε η περίσταση. Ο Σβεν κι ο σκύλος τραβούσαν κιόλα το δικό τους δρόμο και συχνά σηκώνανε το σπίτι σ' ένα πόδι, όταν δεν μπορούσε να τους βρη κανείς.
Έτρεμαν τα πηγούνια τους. Ίδρωνε και ξίδρωνε το σουφρωμένο μέτωπό τους. Έφριξαν οι ψαρές τους τρίχες αγριεμένες. Ολόσωμοι έτρεμαν. Και όλο και στο μουστάκι το χέρι. Όχι λόγια! Ο Κυρ-Σταρός ο γερογραματικός μάλιστα, χήρος ο καημένος ξερομαχημένος, βλέπεις, γερολιχουδιάρης πιο πολύ από τους άλλους, επήγαινε να λυώση σαν τάδολο κερί. Άρχισε κιόλα να τα φέρνη βόλτα.
Συ κιόλα, που θες να μη σου λείψη μες τα πνιγερότερα λιοπύρια η πιο μαλακή φανέλα της Τριπολιτσάς, και τη διπλιάζεις το χειμώνα; Συ κιόλα, που λίγο να κρυαδίζη η καλοκαιρινή βραδιά, δεν ξεκολάς διπλά ταπανωφόρια απάνωθέ σου; Χα! χα! Στη βάρκα εσύ να κοιμηθής!
Έκαναν πρώτα σωρούς, να τάχουν άφτονα και πρόχειρα στον πόλεμο τα πύρινα πολεμοφόδια. Να μην τους βρίσκη ο εχτρός ανέτοιμους, και τους τσακίζη κιόλα. Εφούχτιαζαν, μες τα κοκινισμένα, ψημένα από την παγουνιά τα χέρια τους, γρούπους χοντρούς τα χιόνια, πάνω απ τους σωρούς. Τα έσφιγκαν ανάμεσα στις φούχτες τους.
Κ' εκεί οπέκλαιε κ' εμοιρολογούσε, κάνει να ξεδιπλώση το πανί και βλέπει στο νερό ξαφνικό μεγάλο. Βλέπει να κατεβάζη το νερό τ' Αργύρη της τη φλογέρα. Βουτάει, χώνεται στα νερά σαν πάπια ως τη μέση, την αρπάζει με δάκρυα στα μάτια, την κολλάει στα χείλη της και τη φιλεί, τη φιλεί, τη φιλεί. Μα δεν ήξερε τι να στοχαστή κιόλα, και βάνει με νου της χίλιες δυο συφορές και κακά.
Δεν το πιστεύω να έζησε άλλη φορά ο Σβεν μια τόσο ξεχωριστή ζωή μαζί με τη μητέρα του, όπως αυτό το καλοκαίρι, ή μπορεί κιόλα να μην έλαβα εγώ άλλη φορά την ευκαιρία να την παρακολουθήσω τόσο κατά βάθος. Μπορεί ακόμα να είταν αφορμή και το πως για πρώτη φορά αυτό το καλοκαίρι δεν είχαμε μαζί το μεγάλο αγόρι μας. Γιατί ο Ούλοφ έπρεπε να ταξιδέψη στα βορινά μέρη για να συνηθίση να μένη μόνος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν