United States or Honduras ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ευρέθησάν τινες διά να υπάγουν να κράξουν τον πλοίαρχόν του, του οποίου η οικία ευρίσκετο ένα δρομίσκον παραμέσα από την προκυμαίαν αλλ' ήτο αργά πλέον. Απόπειρα είχε γίνει, με μίαν μεγάλην σκαμπαβίαν με έξ κωπία, να πλεύσωσι προς το νότιον μέρος, εις το στόμιον του λιμένος, με τον λυσσώντα άνεμον τον πνέοντα από της ξηράς, αλλά δεν ημπόρεσαν να «μπουτάρουν», ήτοι να κατευθυνθώσι προς τα εκεί.

Εγώ μη ζητώντας άλλο από αυτό, έτρεξα αφού και ανεχώρησα απ' εκεί προς τον περιβολάρην διά να του δώσω την είδησιν διά την καλήν μου τύχην, και διά να μη με καρτερή εκείνην την νύκτα· έπειτα εγύρισα εκεί που ήμουν, και ανάμενα με ανυπομονησίαν μεγάλην διά να έλθουν να με κράξουν.

Έτσι είπε, και τ' αγρίκησε το λόγο ο Αγαμέμνος, και τους διαλαλητάδες του προστάζει εφτύς να κράξουν στον πόλεμο τους Αχαιούς με τις θρεμένες χήτες· κι' αφτοί λαλούσαν, κι' έτρεχε το πλήθος χέρι χέρι.

Κι' ο γιος τ' Ατριά από τα δεινά κατάκαρδα θλιμένος γύρναε παντού και πρόσταζε τους βροντολάλους κράχτες 10 χώρια έναν ένα σε βουλή τους στρατηγούς να κράξουν δίχως φωνές· και δούλεβε κι' ατός του με τους πρώτους. Κι' άκαρδοι παν και στη βουλή καθίζουν.

Σταίνουν αράδες τ' άλογα, και βγαίνουνε απ' τ' αμάξια, έπειτα βγάζουν τ' άρματα κι' εκεί τ' αφίνουν χάμου, σιμά κι' οι διο, και λίγη γης τους χώριζε στη μέση. 115 Κι' ο Έχτορας τότε έστειλε διο κράχτες μες στη χώρα να φέρουν γλήγορα τ' αρνιά, το γέροντα να κράξουν.

Τότε έστειλε τους τζοχανταρέους του διά να πηγαίνουν να κράξουν τοιούτους μάρτυρας, και εις ολίγον ήλθαν περισσότεροι από όσους εζητούσεν ο βαφιάς.

Αν τύχη και νικήσης, προσκάλεσε με σάλπιγγα αυτόν, που σου το δίδει. Όσον κι' αν φαίνωμαι άθλιος, έχω να φέρω ένα που όσα μαρτυρούντ' εδώ θα τα υποστηρίξη! Αν νικηθής, τετέλεσται το έργον σουτον κόσμον, και παύει κάθε βάσανον. Η Τύχη βοηθός σου! ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Να το διαβάσω πρόσμενε. ΕΔΓΑΡ Μου είν' εμποδισμένον. Όταν θα έλθη ο καιρός, οι κήρυκες ας κράξουν και τότε πάλιν θα με ιδής.

Την ερχομένην ημέραν, εκεί που η βασιλοπούλα Φαρουχνάζη ετοιμάζετο διά να υπάγη κατά την συνήθειάν της εις το λουτρόν, της έρχονται είδησες ότι ο αδελφός της ο Φαρκούζης έπεσεν άρρωστος με ασθένειαν βαρυτάτην, ο δε βασιλεύς Τογρούλμπεης, ο πατέρας του που τον αγαπούσεν υπερβολικά, έκαμεν ευθύς να κράξουν τους πλέον εμπείρους ιατρούς της βασιλείας του, οι οποίοι ερχόμενοι και βλέποντες την βαρυτάτην του ασθένειαν, κανείς δεν ημπόρεσε να υποσχεθή να τον ιατρεύση.

Είπε, κι' εκιός σαν αστραπή σηκώθηκε οχ τον ύπνο, και κράζοντάς τον του λαλεί διο φτερωμένα λόγια «Γέρο, δεν τρώγεσαι, ήσυχα πώς κάθουνται δεν ξέρεις. Μα κι' άλλοι τάχατε Αχαιοί δε βρίσκουνται πιο νιοι σου 165 παντού, να τρέξουν κι' όλους μας να κράξουν έναν ένα τους αρχηγούς; Μα, γέρο, εσύ περιορισμό δεν έχεις