United States or Hong Kong ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Δεν έχω κανέναν άλλο να μεταχειρισθώ γι' αυτή τη δουλειά παρά μόνο το γέρο τοκογλύφο, τον καραγκιόζη. Αυτό δε θα μου κοστίση παρά λίγα γλυκά λογάκια και είμαι πρόθυμη να τα ξοδέψω για χάρι σας. Απόψε είναι πολύ αργά· αύριο όμως πρωί πρωί θα τον στείλω να ζητήση τον Κλεάνθη και θα είνε κατενθουσιασμένος να . . . ΜΠΕΛΙΝΑ ΤΟΥΑΝέττα! Καληνύχτα. Έχετε πεποίθησι σε μένα. ΚΛΕΑΝΘΗΣ Τι ζητώ;

Αισθανότανε τη μικρή Καίτη να κελαϊδεί με κρινένια λογάκια, να φιλά με τριαντάφυλλα χειλιών, να περπατά κοντά του και να τον καλά με σχήματα. Τα άστρα των ματιών της τον χαϊδεύανε και τα μάγουλά της γελούσανε πυρωμένα. — Πρέπει λοιπόν να σ' αφίσω, αγαπημένο παιδί! Έκανεν ο Ρένας νομίζοντας στ' αλήθεια ότι μιλούσε με κείνη.

Πάω ναν τους δω κι' ένα σωρό παλιές τους δυσαρέσκιες ναν τους διαλύνω, τι καιρό τώρα δεν παν να σμίξουν 305 σε στρώμα αγάπης, επειδής πεισμάτωσε η καρδιά τους. Αν την καρδιά τους πείσω εγώ με διο καλά λογάκια και φιλιωμένοι αγκαλιαστούν σαν πριν σ' αγάπης στρώμα πάντα ακριβή τους θα με λεν και λατρεφτή θα μ' έχουν.

Πάω ναν τους δω κι' ένα σωρό παλιές τους δυσαρέσκιες 205 ναν τους διαλύνω, τι καιρό τώρα δεν παν να σμίξουν σε στρώμα αγάπης, επειδής πεισμάτωσε η ψυχή τους. Αν την καρδιά τούς πείσω εγώ με διο καλά λογάκια και φιλιωμένοι αγκαλιαστούν σαν πριν σ' αγάπης στρώμα, πάντα ακριβή τους θα με λεν και λατρεφτή θα μ' έχουν210

Μα ο παπάς την αγιαστούρα Πέρνει ευτύς και τον ξορκίζει Και με τη χοντρή μαγκούρα Στην αυλή τον προβοδίζει Και, κρατώντας το στηλιάρι, Ανεβαίνει στο πατάρι: — Κόρη μου να σε χαρώ Δυο λογάκια να σου πω! — Την αρπάζει απ' την κοτσίδα Την πετάει στην αντρομίδα Και της κάνει τα πλευρά της Μαλακά, σαν την .... καρδιά της.

Ο Άδης τότε ανέβηκε στου Δία τα παλάτια και στον απέραντο Έλυμπο με την καρδιά θλιμένη, πονώντας σ' όλο το κορμί· και τ' όπλο καρφωμένο στην πλάτη τη βασταγερή τον κατατυραγνούσε. 400 Μα βάζοντας ο Γιρτρεφτής μαλαχτικά βοτάνια τον γιάτρεψε· τι δα θνητός δεν είτανε πλασμένος. 402 Τώρα η κουκουβαγιόματη θεά Αθηνά κι' εσένα 405 σούστειλε αφτόν ... Θεότρελος! που δε λογιάζει ο νους του, σαν πολεμάς με τους θεούς πως δεν πολυχρονίζεις, ούτε απ' τον πόλεμο γυρνάς κι' απ' τη σφαγή ν' ακούσεις στα γόνατά σου τα γλυκά λογάκια των παιδιών σου.

Με πόση όρεξη θάπεφτε στην αγκαλιά τόμορφου και του καλού αυτού νιου, που ξέρει τόσα όμορφα πράμματα, που λέει τόσα έξυπνα λογάκια, που γνώρισε του κόσμου όλα τα καλά κι όλα τα ξεφαντώματα, για να την φέρη πέρα, πέρα στον άγνωστο μεγάλο κόσμο, να δη και να γνωρίση τα μάγια καινούργιας ζωής, του κόσμου τις χαρές και τις τρέλλες.

Και τότε ο φτερογλήγορος της απαντά Αχιλέας «Ας είναι... Ας φέρουν ξαγορά και το νεκρό τους δίνω, αν τέτιος είναιαφού το λες — ο ορισμός του Δία140 Σαν έτσι οι διο τους τότε εκεί στα πλοία, γιος και μάννα· λαλούσαν κι' έλεγαν πολλά λογάκια φτερωμένα.

Τον πείραζαν οι φίλοι του πως δεν τον άφηνε η γυναίκα του που τούχε λέει βαλημένα τα δυο του πόδια σ' ένα παπούτσι. Μα οι γειτόνοι έβλεπαν την αγάπη πούχε το αντρόγυνο-τόσο που όλο και τον κεντούσε το Νίκο με τα τσουχτερά του τα λογάκια ο Κυρ Μπάμπης, ο χοντρός μπακάλης στη γωνιά του κάτω δρόμου: Νισάφι!