United States or Benin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άμα όμως έκαναν πως θα κυττάξουν και τα δικά τους συμφέροντα τους έβαζε στο βρισίδι. Επίστευε ακλόνητα πως η γενιά του ήταν η πιο ξεδιαλεγμένη της γης κ' οι γειτόνοι του είχαν υποχρέωση να δουλεύουν και να ιδρώνουν για λογαριασμό της. Κ' επειδή αυτό δε γινότανε συχνά ενόμιζε πως όλοι τον φτονούσαν και φρόντιζαν με κάθε τρόπο να τον ξεκάμουν. Το ίδιο έπαθε τώρα με τον Αλαμάνο.

Ίσως κι' εκείνον γύρω του πέρα στη Φτιά οι γειτόνοι τον τυραγνούν, δίχως βοηθό κοντά του ναν τον σώσει οχ τα δεινά και βάσανα. Μα αφτός πως ζεις μαθαίνει, 490 κι' όλο η ψυχή του χαίρεται και κρυφολπίζει πάντα να δει το λατρεφτό του γιο όταν γυρνά απ' την Τροία· όμως εγώ ο βαριόμοιρος που γιους τούς πιο λεβέντες σ' όλη την Τροία εγώ 'κανα, κανείς πια δε μου μένει.

Το ύστερο σταυρωτό φίλημα και σφιχτακάλιασμα είταν της πικραμένης της μάννας του, και το ύστερο κατευόδιασμα της πανώριας και περίκαλλης γυναίκας του. Η ξενιτεμένη συνοδεία τράβησε και χώθηκε πίσω από ένα σκαπέτημα, και σπιτιακοί, συγγενήδες, γειτόνοι, φίλοι και λοιποί χωριανοί γύρισαν προς το χωριό.... Αλλά λίγο έλειψε να λησμονήσωμε τον καημένο τον Γκεσούλη! — ένα σκυλλί. —

Οπόταν οι γειτόνοι μου με έκαναν να ξαναλάβω τες αίσθησές μου, εσηκώθηκα και έτρεξα εις τον Κατή, και ανήγγειλα το συμβεβηκός μου. Αυτός έστειλεν ευθύς πολλούς καβαλαρέους εις τες στράτες διά να χαλέψουν τους φονείς και άρπαγας, μα δεν εστάθη τρόπος που να λάβουν καμμίαν είδησιν.

Επάγαινε έτσι κάμποσον καιρό η δουλειά. Εκύλαε τον κατήφορο της σπηλιάς το νερό του Μπέη ταρνιά, κ' εχαιρόταν η χαροκαμένη τ' Αργύρη η μάνα, κ' εξεφάντωναν τόρα οι χωριανοί όλοι, κι όλοι οι γειτόνοι του Νάκο-Μήτρα του συχωρεμένου. Μα κ' οι κοπές του Μπέη λιγόστεβαν από μέρα σε ημέρα. Κι αφτό ήταν πούκαμε τον Μπέη να υποψιαστή και να παραμονέψη τον Αργύρη.

Πώς απ' αλαργινό νησί βγαίνει φωτιά και φτάνει ως στον αιθέρα, από καστρί πούχουν οχτροί ζωσμένα, τι βγαίνουν όξω οι κάτοικοι και μάχουνται ολημέρα 210 σ' ανατριχιάρη πόλεμο, μα σα βουτήσει ο ήλιος ανάβουν σύδετες φωτιέςκι' η λάμψη ως στα ουράνια ψηλά πηδάειγια ναν τη δουν γειτόνοι κι' ίσως τρέξουν οχ το χαμό με καραβιών βοήθια να τους σώσουν· έτσι απ' την κόμη του έφτανε κι' η λάμψη ως στον αιθέρα.

«Σ' αυτό απάνω κατάφτασαν κι' οι σιμώτεροι γειτόνοι να με καλωσορίσουν. Ύστερα απ' αυτουνούς κι' οι μακρυνώτεροι, και λίγο- λίγο το σπίτι μου δέχτηκε, μέσα στους κόρφους του, όλο το Χωριό, άντρες, γυναίκες και παιδιά, γιατί είναι χρέος άγιο το να τρέχη κανείς να χαιρετάη ξενιτεμένο, και να πανηγυρίζη τον ερχομό του.

Όταν δε ήτο καιρός ν' αρχίση το δείπνον, πρώτα εσήκωσαν τον Θεσμόπολιν πέντε υπηρέται δυνατοί και αυτοί όχι χωρίς δυσκολίαν και τον ετοποθέτησαν εις ένα από τα ανάκλιντρα και τούβαλαν δεξιά και αριστερά μαξιλάρια διά να τον στηρίζουν στην ίδια θέσι. Και επειδή κανείς δεν ήθελε να κατακλιθή κοντά του, έβαλαν εμένα εις εκείνην την θέσιν κι' έτσι ήμεθα γειτόνοι εις το τραπέζι.

Γι' αυτό οι γειτόνοι στέκανε και κοιτάζανε χωρίς να μπορούνε ναρθούνε να βοηθήσουν. Μόνοι τους οι δυο γέροι γλυτώσανε ό,τι μπορέσαν κ' έπειτα στέκανε και κείνοι και κοιτάζανε να καίεται ό,τι είχαν, δίχως να μπορούνε να κάμουν τίποτε. Με τις τελευταίες σπίθες που σβηστήκανε στη στάχτη, έσβησε και σ' αυτούς η τελευταία ελπίδα πως θα μπορούσανε να περάσουν άνετα τα γερατιά τους.

Εγώ τώκανα και σεις να μην το κάνετε! Οι Λεντζαίοι κατάλαβαν από τα λόγια, του ότι αυτός είταν ο φονιάς του ανθρώπου τους και τον έπιασαν για καλά. Σε λίγο μαζεύτηκαν οι γειτόνοι κι' όλο το χωριό. Ο φονιάς παραδόθηκε δεμένος στη Δημογεροντία, κι' η Δημογεροντία τον έστειλε στον Πασιά στα Γιάννινα.