United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τι φυσικώτερο πράμα, αφού είχε κι ο Στηλίχωνας τους σκοπούς του και δεν πήγαινε μήτ' αυτός παρακάτω στην πονηριά. Μα και το στρατό της Ανατολής τον κράταε αυτός ακόμα στη Δύση, που τον είχε εκεί φερμένο ο Θεοδόσιος καθώς είδαμε. Δεν αργήσανε λοιπό ναρθούνε στα μαχαίρια οι δυο αυτοί αρχηγοί. Στο μεταξύ ως τόσο έπαθε απερίμενο πάθημα ο Ρουφίνος.

Ενώ εκείν' οι άλλοι ούτ' ένα γράμμα δεν έστειλαν ούτ' ένα γράμμα! Τι θα ειπή; μπορούσαν νάχουν όσο ήθελαν αντίθετες ιδέες με το Δημητράκη. Άσε πούπρεπε ναρθούνε και στο γάμο· μα ούτ' ένα γράμμα! — Εντούτοις τους περιποιήθηκα τόσο! Έκαμα τόσας θυσίας προς χάριν τους· αχάριστοι! Είπε πικροκαταπίνοντας.

Η νοσοκόμα την έβαλε στο κρεβάτι κι όταν τα παιδιά, που παίζανε όξω, γυρίσανε στο σπίτι, τα φώναξε με την ψιλή, αδύνατη φωνή τηςτην τόσο διαφορετική από την προτητερινή της βαθειά και δυνατή φωνήναρθούνε μέσα να της διηγηθούνε τι κάμανε όξω και πως διασκεδάσανε. Και κείνα αρχίσανε να λένε τόσα πολλά, που μερικές στιγμές δοκίμασα να τους πω να πάψουνε. Μα μ' εμπόδισε.

Αφτός με λόγια γνωστικά τους μίλησε έτσι κι' είπε «Τ' Ατρέα γιέ, έβαλαν βουλή να σε κακοντροπιάσουν τώρα πια, αφέντη, οι Δαναοί στα μάτια των ανθρώπων, 285 κι' όσα σου τάξανε ξεχνούν ακόμα σαν κινούσαν στην Τροία απ' τ' Άργους νάρθουνε τ' αλογοθρόφα μέρη, να μη γυρίσουν πίσω εξόν σαν πάρουνε το κάστρο· τι σαν ανήλικα παιδιά ή σα γυναίκες χήρες κλαίγουνται ο ένας τ' αλλουνού και πίσω θεν να πάνε. 290 Δε λέω, μπορεί κι' ο άνθρωπος να βαρεθεί στο τέλος τους κόπους, και στο σπίτι του να θέλει να γυρίσει.

Ευθύς τους πλησιάζει, τους χαιρετά και τους προσκαλεί νάρθουνε στο ξενοδοχείο του να φάνε μακαρόγια, πέρδικες της Λομβαρδίας, χαβιάρι μαύρο, και να πιούνε κρασί του Μοντεπουλστιάνο, δάκρυα του Χριστού, κυπριώτικο και σαμιώτικο. Η δεσποινίς κοκκίνησε, ο θεατίνος δέχτηκε κ' εκείνη τον ακολούθησε κοιτάζοντας τον Αγαθούλη μ' έκπληξη και ταραχή, ενώ δάκρυα θαμπώνανε τα μάτια της.

Ίωνα τώρα σε καλώ, στην τύχη σου όπως πρέπει, σαν μόλις βγήκα απ' το ναό, εσένα πρωτοβρήκα. Τώρα τους φίλους κάλεσε, και πες τους, στη θυσία νάρθουνε μ' ευχαρίστησι, προτού αφήσης τους Δελφούς. . . — Και σεις, ώ δούλες, σιωπή κρατείτε, κι' όσα ακούσατε αν 'πήτε στη γυναίκα μου, το θάνατο θα βρήτε.

Γι' αυτό οι γειτόνοι στέκανε και κοιτάζανε χωρίς να μπορούνε ναρθούνε να βοηθήσουν. Μόνοι τους οι δυο γέροι γλυτώσανε ό,τι μπορέσαν κ' έπειτα στέκανε και κείνοι και κοιτάζανε να καίεται ό,τι είχαν, δίχως να μπορούνε να κάμουν τίποτε. Με τις τελευταίες σπίθες που σβηστήκανε στη στάχτη, έσβησε και σ' αυτούς η τελευταία ελπίδα πως θα μπορούσανε να περάσουν άνετα τα γερατιά τους.

Η μαμά είχε ορκιστεί να μην τον αφήση τόσο νωρίς να βασανιστή μ' ένα πράμα τόσο φοβερό. Να τραγουδά όμως μπορούσε κ' ήξερε πολλά τραγούδια. Πολύ σπάνια του ξέφευγε ψεύτικος τόνος κι όταν του ξέφευγε κανένας, θύμωνε και ξανάπιανε το τραγούδι από την αρχή. Δε ντρεπότανε κιόλας να τραγουδά κι όταν είτανε ξένοι μπροστά. Μπορούσανε ναρθούνε να τον ακούσουν όσοι θέλανε.

Ήταν γραμμένο εκεί 'ψηλά, φτωχό, να μη γιορτάσης Φέτος εσύ Χριστούγεννατην εκκλησιά! Να πιάσης Τα μετερίζια πρέπει συ αρματωμένο απόψι Και την πορειά του Ομέρ-πασά τη φοβερή να κόψη Το φλογερό τουφέκι σου, το χώμα σου να σπάση Το κύμα αυτό που ολάκερη βουλιέται να σκεπάση Την έρμη την Ελλάδα μας! Και θε ναρθούνε χρόνια Που θα γιορτάσης με χαρά, με δίχως καταφρόνια Χριστούγεννα κι' Ανάστασι!..