United States or Suriname ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είτανε Δεκέβρης μήνας, τα κρούσταλλα κρεμιούνταν από τις στέγες των σπιτιών σα χταπόδια, ο βοριάς ξύριζε και σπανούς, την αναπνοή σου την έβλεπες μια πήχη μακριά μπροστά σου, οι πουλητάδες φωνάζανε στους δρόμους κι' από το συνηθισμένο τους πιο μεγαλόφωνα, ίσως να ζεσταθούν, κ' εγώ έβγαινα μαζί με την Αννούλα και με το φύλακα στη μασκάλη να πάγω Σκολειό. Συμμαζεμό δεν είχα από την πολλή τη χαρά.

Ξυπόλυτοι βουτούσανε στα κρούσταλλα νερά, ανέβαιναν στα δέντρα, πηδούσαν φράχτες και χαντάκια, σκαλώνανε στους γκρεμούς σαν ασβοί. Έβγαιναν πέρα στα βοσκοτόπια κ' έκαναν συντροφιά με τους πιστικούς.

'Στα κοφοβούνια του Ζυγούτα κρούσταλλατα χιόνια Καιέρμα ανάμεσα κλαριά παμπάλαια-αιώνια Ο Κώστας κάθεται και κλαίει ζωμένος τάρματά του, Κι' αναστενάζοντας βαρηά, 'σάν νέφιο φορτωμένο, Φωνάζει τη γυναίκα του, φωνάζει τα παιδιά του, Είνε το μοιρολόγι του πικρό, φαρμακωμένο, Και μόνη μια παρηγοριά, βαθειά τόνε γλυκαίνει, Η δόξα του Μεσολογγιού.

Πάμε να πάρουμε λίγον αέρα; — Με συγχωρείτε, είπ' εκείνος, συντροφεύοντάς τους ως την πόρτα. Θα μείνω να εργασθώ ακόμα. Δεν καλόκατσε στη δουλειά του κι ακούστηκαν έξω οι φωνές των δύο νέων να τραγουδάν δυνατά : Εγώ γεννήθηκα για σε, γεννήθηκες για μένα, Θαρθή καιρός ναδερφωθή η γλώσσα με την πέννα. Οι φωνές σαν λιανά λιανά κρούσταλλα έπεφταν και θρυμματίζονταν στην πόρτα του γραφείου.