United States or Bahrain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γι' αυτό κάποιου ξενητεμένου η γυναίκα, συχνορωτά εκείνους που γυρίζουν στην πατρίδα, όχι τόσο για την υγεία του αντρός της όσο για την προκοπή και ανακράζει μελαγχολικά, που δεν αναγνωρίζει το ποθητό χρώμα στο φόρεμά του. Οι ναύτες τόρα στη δουλειά τους προσηλωμένοι, καθόλου δεν επρόσεξαν στον θερμαστή και τα λόγια του.

Καθώς θεωρεί την Σάρκωσιν και την Σταύρωσιν, δεν αισθάνεται πλέον ότι ο Θεός απέχει μακράν, αλλ' ανακράζει εν πίστει και ελπίδι και αγάπη, «Υμείς ναός εστι του Θεού του Ζώντος· ως είπεν ο Θεός, Κατοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω εν αυτοίς». Ο ήλιος έκλινε προς την δύσιν, καθώς το σκότος ήρχισε να διασκεδάζηται από της συντελεσθείσης θυσίας.

Ένθους ως εκ τινος μαρμαρυγής της εν τη ψυχή ιεράς φωτοβολίας του πεπρωμένου της η Γερακούλα υποκρίνεται ότι βλέπει και αυτή τας λευκαζούσας και κινουμένας μανδήλας κάτω εις τας πλατάνους, όθεν δεν ηδύνατο ν' αποσπάση τα βλέμματά του ο δειλός ληστής, και ανακράζει μετά τρόμου ποιούσα τον σταυρόν της: — Αναράιδες, παιδί μου! πω! πω! Αναράιδες! Τι να γένω!

Αι, αι! ανακράζει ο μεγαλείτερος Παρσαλίδης, κύτταξε, κύτταξε, μαμά, πως έγεινε ο Γιωργάκης! σωστός μασκαράς. Και ταύτα λέγων σύρει την μητέρα του εκ της εσθήτος, ίνα ελκύση την προσοχήν αυτής επί το διασκεδαστικόν θέαμα.

Ενώπιόν του παρίστανται αίφνης αι σκιαί των θυμάτων του και προλέγουσι την ήτταν και τον θάνατόν του. Αφυπνίζεται διά μιας ο Ρικάρδος και ανακράζει: «ω δειλή συνείδησις, πώς με βασανίζεις!».

Ταγέρι φορτωμένο Φοβέραις και περίγελα και φλογισμένα χνώτα Τριγύρω του εκουφόβραζε... Κανένα χηλιδόνι Δε φαίνεταιτον ουρανό να τον παρηγορήση... Ο δρόμος ατελείωτος!.. Δεξιά, ζερβιά του τοίχος Ανταριασμένοι οι Γκέγκιδες... τους ανακράζει ο Διάκος... »Δεν είν' κανένας από σας καθάριος Αρβανίτης »Να εντρέπεται τη γύμνια μου, την καταφρόνεσή μου, »Να μου φυτέψη ψυχικότο μέτωπο ένα βόλι;... »

Ο Βάγκος δολοφονείται, αλλά χάρις εις ένα των δολοφόνων, σβύσαντα αίφνης τους δαυλούς, διασώζεται ο υιός του, του οποίου επεζήτει ο Μάκβεθ τον θάνατον, όσον και τον του Βάγκου αυτού· « Μας έφυγεν ο υιός τουανακράζει είς των φονέων· Τότ' η μισή μας η δουλειά πηγαίνειτα χαμένα!

Υπηρέτης εισερχόμενος αναγγέλλει την προσεχή άφιξιν του Μάκβεθ και του βασιλέως Δώγκαν. «Ετρελλάθηκεςανακράζει η Λαίδη Μάκβεθ, μόλις και μετά βίας πειθομένη ότι η Τύχη μετά τοσαύτης προθυμίας υποβοηθεί τους φονικούς σκοπούς της.

Να παράδες, που τη γρίνα δεν μπορείς να τη ξεχάσης και μια βραδιά. Τρέχα και πες κανενός να σου φέρη. Τι με λογιάζεις έτσι; δεν τάκλεψα· το μεροδούλι μου είνε. — Το μεροδούλι σου; κι αμέ ύστερα; ανακράζει η γριά τρεμάμενη και σαν πλαντασμένη. — Ύστερα; Έχει ο Θεός και για ύστερα. Ως από βδομάδα μπορεί να είμαι και νύφη.