United States or Iceland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η καρδία της εβροντοκτύπα αδιακόπως, λέγουσα εις αυτήν να είνε άγρυπνος, ενώ η επιθυμία την ώθει εκεί, προς το αύλημα, το οποίον ηκούετο ήδη ευκρινώς ότι ήρχετο από της σκιάδος. Η λυγερή αδύνατος εις αντίστασιν καθ' εαυτής, εστράφη και παρετήρησε πάλιν την σκιάδα, να ίδη τον αυλητήν. Αλλ' άνθρωπον πουθενά δεν διέκρινε.

Ίνα δε αποδιώξη από της κεφαλής της πάσαν της σκιάδος ανάμνησιν, απέθηκε παρά το πλευρόν τον κάλαμον και λαβούσα από της ποδιάς της εστριμμένον μαλλίον, ήρχισε να τυλίσση αυτό περί την άτρακτον ενώ τα γαλιά έβοσκον ησύχως ανά τον αγρόν. Κ' εν τη ενασχολήσει της όμως εκείνη, έστρεφεν από καιρού εις καιρόν την κεφαλήν, προσβλέπουσα περιδεώς την σκιάδα, ως μέρος ύποπτον.

Κ' εγεννήθη αίφνης εις την Σμάλτω η αμφιβολία μήπως δεν ήτο ο Μήτρος παρά άλλος τις βοσκός πέραν, εις έτερον αγρόν. Πλην το αύλημα ηκούετο ερχόμενον από της απέναντι σκιάδος καθαρά καθαρά, ωσεί επιμένον να φανερώση την εκεί παρουσίαν του.

Ορθόν κρατούσα ανά χείρας τον κάλαμον, την ακοήν τεταμένην εις ύψιστον έχουσα, αργά πατούσα διά να μη προξενήση κρότον και χάση μίαν στιγμήν τον σκοπόν της φλογέρας, προυχώρησεν ασυνειδήτως προς την σκιάδα, ελκυομένη υπό του ήχου. — Πάλι τη φλογέρα; εφώναξε κατακόκκινη προς τον Μήτρον, τον οποίον εύρε συνεσπειρωμένον όπισθεν ενός στύλου της σκιάδος.

Δεν είναι διά κατάσκοπος το ανθρωπάριον τούτο. Δεν τα έχει σωστά. Είναι κουτός ο δυστυχής! Και εξηκολούθησε ταπεινότερα τη φωνή μεταξύ των ο περί εμού λόγος, αλλά δεν ήκουα τι έλεγον. Ο Αράπης μ' έσυρεν έξω της σκιάδος και με ωδήγησε πάλιν εις την φυλακήν. Δεν ήτο εκ των καλλιτέρων νυκτών μου εκείνη, ούτε η επομένη, αναγνώστα μου.

— Α! εψιθύρισεν εκπλαγείς, ήρθες; κάτσε και θ αλλάξω το σκοπό μου. Χωρίς δε να είπη τι άλλο, έφερε πάλιν την φλογέραν εις τα χείλη και ήρχισε νέον αύλημα. Η Σμάλτω ως περίεργον παιδίον, λαβόν παρά της μάμμης του την υπόσχεσιν ότι θ' ακούση κανέν νέον παραμύθι, εκάθησε προθύμως εις μίαν πέτραν πλησίον του βοσκού, στηρίζουσα την κεφαλήν επί του απέναντι στύλου της σκιάδος.

Όταν δ' έφθασεν εκεί δεν εύρε παρά το μάλλινον σακκίδιον του βοσκού, κρεμάμενον από ενός στύλου κ' επί του πατώματος της σκιάδος το σιλάχι και την κατερρακωμένην φλοκάταν του. Η Σμάλτω εθυμώθη διότι δεν τον εύρεν εκεί, να του είπη μίαν ώραν αρχίτερα ό,τι έπρεπε να ελαφρυνθή επί τέλους.