United States or Tuvalu ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Μετά δύο έτη ακόμη η ατυχής νέα απέθανεν από φθίσιν. Φαντάζεσθε πώς την έκλαυσεν ο φίλος μου. Εφαίνετο απαρηγόρητος. Ουχ' ήττον μετά δύο έτη, υπείκων εις τας προτροπάς στενού συγγενούς του, ισχυριζoμένου ότι ο Π. ώφειλε να δώση εις το θυγάτριόν του μητέρα, έβαλε κατά νουν να νυμφευθή εκ δευτέρου.

Με το πρώτον δάκρυ είχε κλαύση η γυνή τον έρωτα, και με το έσχατον έκλαυσεν ο έρως την γυναίκα! Ουδεμία διαφορά, ειμή μόνον εις το χρώμα! Ιδού τότε πλησίον μου ανήρ, φαινόμενος δυστυχής. Λέγω προς αυτόν. — Πλησίον τοιούτου ανθώνος ευρίσκεσαι, ω Άνθρωπε, και δυστυχής είσαι; Δεν εκλέγεις έν άνθος εξ αυτών, διά να σε μεθύσκη το μύρον του και το χρώμα του να σε τέρπη;

Εκοιμήθη χωρίς αγωνίαν και πόνον, εξέπνευσεν ως πουλί, με την λαλιάν εις το στόμα·Πατέρα! πατέρα! στην Παναγία να κάμετε μια λειτουργία . . . με την μητέρα μαζί! . . . Είπε και απέθανε! Ο Φραγκούλης έκλαυσεν απαρηγόρητα· έκλαυσεν αχόρταστα ομού με την σύζυγόν του . . . Κατόπιν απεσύρθη, κ' εξηκολούθησε να κλαίη μόνος του εις την ερημίαν . . .

Όταν θέλης να λέγης ψεύματα, να τα σκέπτεσαι εξ αρχής. Ο Βράγγης κατεταράχθη, επόνεσεν, έκλαυσεν. Αντεστάθη μέχρις εσχάτων. — Και όταν συλλογίζωμαι ότι το άλογόν μου κοντεύει να σκάση. — Μήπως θα είναι το πρώτον; — Και τρέχομεν τόσας ώρας, χωρίς να ειξεύρωμεν διατί! — Και ποίος ημπορεί να παραπονεθή; — Αλλά δεν είναι ευχάριστον να ενεργή τις εις τα τυφλά. — Πιστεύεις ότι ενεργούν εις τα τυφλά;

Αλλά με βίαιον αγώνα εκρατήθη και δεν έκλαυσεν. Ο νέος εξηκολούθησε να κωπηλατή. Μετ' ολίγον έφθασαν ου μακράν του ανατολικού στομίου του λιμένος, οπόθεν εφαίνετο αντικρύ, φράττουσα τον ορίζοντα, η μακρυνή νήσος, εφ' ης υπερέκειτο το λευκόν, πότε χιονισμένον, πότε γυμνόν και βραχώδες όρος.

Όταν δε έλαβε την επιστολήν και την ανέγνωσε, κατ' αρχάς έκλαυσεν επί πολύ, έπειτα δε μας εκάλεσε να μας ξενίση, μας παρέθηκε λαμπρόν γεύμα και μας ηρώτα περί του Οδυσσέως και της Πηνελόπης, οποία είνε κατά την μορφήν και αν αληθώς είνε φρόνιμη, όπως άλλοτε ο Οδυσσεύς εκαυχάτο περί αυτής• ημείς δε της εδώκαμεν τας απαντήσεις τας οποίας ενομίζαμεν ότι θα της ήσαν ευχάριστοι.

Αντί των προυχόντων Σκοπελιτών, είδε πελώριον κύμα λευκάζον εν τω σκότει, και αντί του σφυρίου του κήρυκος, ήκουσε τωόντι γλυκύτατον ήχον μοναστηριακού σημάντρου, όπερ προ τόσης ώρας εκρούετο περιπαθώς, εξεγείρον τους λάρους και τας αλκυώνας εις την θείαν υμνωδίαν. Ανεμνήσθη ότι εξημέρωνον τα Χριστούγεννα· και θεωρήσας τότε την γυμνότητά του έκλαυσεν.

Τότε ηθέλησε να γράψη πάλιν προς την σύζυγόν του και να ζητήση συγχώρησιν, αλλ' εστάθη αδύνατον. Ενώ δε ανέμενε τον θάνατον, εξύπνησε μίαν πρωίαν τυφλός. — Οι οφθαλμοί μου είχον εξασθενήσει, είπεν ο Λαλεμήτρος και έχασα το φως μου. — Λαλεμήτρο μου! έκλαυσεν η Θωμαή. — Χειρότερα από θάνατο! εθρήνησε και η γραία, πίνουσα τον καφέ.

Ούτως ο Γελίμερος με όλους τους συγγενείς και ομοφύλους του παρηκολούθει τον θρίαμβον φέρων επί των ώμων εσθήτα πορφυράν. Ότε δε έφθασεν εις τον Ιππόδρομον και είδε τον βασιλέα καθήμενον επί θρόνου υψηλού και τον λαόν όλον της Κωνσταντινουπόλεως, αναλογισθείς πού κατήντησε, δεν έκλαυσεν ούτε εστέναξεν, αλλ' επανέλαβε πάλιν την ρήσιν του Εκκλησιαστού περί ματαιοτήτων.

Την βαθύσοφον εκείνην σιγήν υπέλαβεν ούτος ως έγκρισιν, και αφού τους ηυχαρίστησε διά την σπουδαίαν συνδρομήν των φώτων και της πείρας των, απέλυσεν αυτούς, και εξετέλεσεν εκών άκων τα υπό του Απόλλωνος παραγγελθέντα. Πολλήν ώραν έκλαυσεν ούτω η δυστυχής κόρη, αλλά τέλος απέκαμε κλαίουσα, τα βλέφαρά της εκλείσθησαν υπό το φίλημα του ύπνου, και απεκοιμήθη.