United States or Slovenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτός όμως αγρόν ηγόρασε. «Πού σ' είδα πού σε ξέρωΔεν τον άφιναν ήσυχον, επί τέλους; Ποίαν υποχρέωσιν είχε να τρέχη δι' όλαις της παληοκαϊάσσαις, όσους εζήτουν να πάρουν σύνταξιν από το απομαχικόν; Αυτός, όσους ψήφους επήρε, τους είχεν αγοράσει ακριβά. Όλους πληρωμένους. Ένα εκλογέα δεν άφησεν απλήρωτον.

Δέξου χαλκό και μάλαμα που πλήθος θα σου φέρει 340 να μ' αγοράσει η μάννα μου κι' ο δύστυχος πατέρας, και σπίτι πίσω δώσ' τους το το λείψανο, που μέσα να μου το κάψουν στο καστρί οι Τρώισσες κι' οι Τρώες

Η ντόνα Έστερ και η ντόνα Ρούθ είχαν αποδεχθεί την πρόσκληση του Ρέτορα να πάρουν μέρος στην επιτροπή μιας γιορτής και ο Τζατσίντο είχε πάει στην Ολιένα για ν’ αγοράσει κρασί για λογαριασμό του Μιλέζου. Μάλιστα, εκεί κατέληξε: να κάνει τον υπηρέτη ενός που ήταν πλανόδιος έμπορος.

Έπειτα η Αμερικάνα επέθανε ή του έφυγεν ή και την εσκότωσε. — Είχε δα και στο βλέμμα κατιτί άγριο σαν του φονιά. — Λοιπόν την εσκότωσε. Αγόρασε το ξύλο. Μπα! αυτός ν' αγοράσει; αυτός να δουλέψη; Να, σε κάποιον κόρφο το ευρήκεν αρραγμένο, επήδησε μέσα τη νύχτα, εσκότωσε τον καραβοκύρη με τον λάζο τουείχε δα κ' ένα φοβερό λάζο! — έβαλε μέσα το παιδί του κ' εγύρισε στο νησί.

Ο Αντώνιος, εις του οποίου την ψυχή άλλο αίσθημα δεν βασιλεύει ειμή εκείνο της φιλαρχίας, θέλει να ελευθερωθή από την στανικήν προσκύνηση, με την οποίαν είχε αγοράσει την βοήθεια του βασιλέα της Νεάπολης εις την αρπαγή του· και με λεπτότατη τέχνη σέρνει όπου θέλει αυτός την &οκνηρή& ψυχή του Σεβαστιάνου, ο οποίος γίνεται εργαλείο του δίχως να το καταλάβη.

Ποιος είχε συμφέρον γι’ αυτό; Κανείς δεν ήξερε. Αυτά τα πράγματα δεν γίνονται ποτέ επακριβώς γνωστά, και εάν κάποιοι τα ήξεραν δεν θα ήταν πλέον σημαντικά και μυστηριώδη. Γεγονός είναι πάντως ότι ο ντον Πρέντου αδυνάτιζε, δεν πρόσβαλε πια τον πλησίον του και τελικά έκανε τη βλακεία ν’ αγοράσει ένα κτήμα χωρίς αξία και μαζί μ’ αυτό και τον υπηρέτη, που του έδινε την ελευθερία του.

Όταν περάσανε τα πενήντα χρόνια, για όσο διάστημα είχαν αγοράσει τον τόπο οι γέροι μια φορά, ήρθε ο χωρικός που τον είχε ιδιοχτησία και τον ξαναπήρε. Έδιωξε τους νέους κατόχους αποκεί. Και για αυτό γκρεμιστήκανε τα σπίτια, σηκωθήκανε τα ξύλα και το χωράφι, που φυτευότανε πρωτήτερα πατάτες, γέμισε αγριόχορτα κι αγκάθια και το μέρος φαινότανε και δω σα να το ρήμαξε η φωτιά.