Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
Τα παραθυρόφυλλα κρέμουνταν αλλού σάπια, κι αλλού έλειπαν ολότελα, τα γυαλιά έλειπαν όλα από τα γυαλοπαράθυρα, και ξεσκλίδια από κολλημένα στρατσόχαρτα κρέμουνταν στα σαρακοφαγωμένα ξύλα.
Να, τα κουρέλια μας είναι κολλημένα στης πληγές μας που βγάνουν κακό ιδρώτα.
Μας μασκάρεψαν με κράνη και περικεφαλαίες, με δόρατα, σάνταλα, χιτώνες, θώρακες ― όλα χάρτινα και ξύλινα, χρυσωμένα με χρυσόχαρτα κολλημένα. ― Από την άλλη μεριά, η παράδοση κ' οι Φαναριώτες, ενεργούσαν. Αυτοί πάλι έλεγαν: «Θα πάρουμε την Πόλη», «ο μαρμαρωμένος Βασιλιάς κ' η κόκκινη, μηλιά», «η Αγιά Σοφιά», το βυζαντινό κράτος ― η Μεγάλη Ιδέα.
— Φάτε, μάτια, ψάρια, Κυρ-Λοχία μ'! ακούστη ξαφνικά μες από της Επιστασίας την πόρτα. Του Γέρο-Ντούντουνα η γελαστή φωνή, λες και τους ξύπνησ' από βαθύν ύπνο. Όλα εκείνα ταγριόμαλα κεφάλια που κολλημένα στα σιδερένια δίχτυα των παραθυριών, ξελιγωμένα εκαμάρωναν τη βεργολυγερή τη Σουλημοχωρήτισα αποκάτω κι άναφταν στου Κυρ-Λοχία τα καμώματα· όλα ανατινάχτηκαν στου Γέρο-Ντούντουνα το πείραγμα·
Τους επήγε λοιπόν πρώτα τα δώρα· για το Δάφνη σουραύλι τσοπάνικο, που είχεν εννιά καλάμια κολλημένα, τόνα με τάλλο, με χάλκωμα αντί με κερί· και για τη Χλόη βακχικό αλαφόπουλο· και το χρώμα του ήτανε σαν ζωγραφισμένο μ' άσπρες βούλες.
Και εσοφίσθη ν' αλείψη με πίσσαν τον πάτον του κοιλού διά να κολλήση μέσα ολίγον από ό,τι είχε να μετρήση ο μικρός Κλώσος. Και τω όντι, όταν έλαβεν οπίσω το κοιλόν, ηύρε κολλημένα εις τον πάτον τρία αργυρά νομίσματα. — Τι είναι τούτο! εξεφώνησε, και έτρεξεν αμέσως εις του μικρού Κλώσου. — Πού τα ηύρες τόσα χρήματα; — Επώλησα χθες το δέρμα του αλόγου μου.
Μέσα στο φως του φεγγαριού κατά πως είταν ψηλός και λιγνός με το μπουζούκι τεντωμένο απάνω στο στήθος του, με την κοντή ρεμπούπλικα προς τα πίσω, είταν όλος αίσθημα, όλος πόνος, όλος γλύκα, όλος παρακάλια· με το κεφάλι τεντωμένο τον ανήφορο, με τα μάτια κολλημένα στα κλειστά παράθυρα. Πήρε έναε αμανέ παθητικό, βαθύ, με γερή φωνή.
— Εμπρός, είπα στον Άλλον. Προχώρησε να φύγουμε. Τρέμω. Ακούς τι σου λέω; — Δεν μπορώ να προχωρήσω, μου είπ' ο Άλλος. Κάτι τι μου καρφώνει τα πόδια. Τράβηξέ με. — Δεν μπορώ ούτ' εγώ. Τα πόδια μου είναι κολλημένα στο χώμα.... Στεκόμαστε ασάλευτοι. Τα νύχια μου είχανε μπη στα κρέατά του. Ένοιωθα τα νύχια του που σχίζανε το κρέας μου. — Μη μ' αφίνης. — Σε κρατώ. Σφίξε μου το χέρι.
Διπλά — τριπλά τα κρεβάτια κολλημένα στις πλευρές, με τα μαύρα τους στρωσίδια εθύμιζαν νεκροθήκες στ' ανήλιαστα βάθη της γης ταφιασμένες. Κοντά η καμαρούλα του ναύκληρου ανοιχτόπορτη έδειχνεν άλλο κρεβάτι στρωμένο, δυο — τρεις φωτογραφίες παλιές, μια χρωμολιθογραφία χανούμισας, χρυσοφορεμένης και ξαπλωμένης ράθυμα σε πουπουλένια προσκέφαλα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν