United States or Burundi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Χόντζας βλέποντάς την Αροούγιαν τόσον ωραίαν και που να του ομιλή με τόσην ευγένειαν, ετρώθη εις την καρδίαν από την ευμορφάδα της, και της λέγει· ω ευμορφοτάτη μου κυρά, εγώ μετά πάσης χαράς θέλω σου δώσει αυτά που ζητείς, όχι ωσάν πράγμα που του χρεωστώ του ανδρός σου, μα διά το χατήρι σου που μου έκαμες την τιμήν να έλθης εις το σπήτι μου· αγροικώ ότι η θεωρία σου με κάνει να έβγω από τον εαυτόν μου, εσύ ημπορείς να με κάμης ευτυχισμένον ανταποκρινομένη εις την επιθυμίαν που μου προξενείς, και αν θελήσης να με υπακούσης, σου τάσσω πως αντίς διά χίλια φλωριά, θέλω σου δώσει δύο χιλιάδες, και σε βεβαιώνω ότι θα σου είμαι διά παντός σκλάβος.

Πλειότερον εκτιμάς εσύ ταις σκωριαίς παρά εκείνος το μάλαμμα. — Αληθινά; είπεν ο Γύφτος μετά θαυμασμού. — Αληθινά, επανέλαβεν ο ξένος. Και είνε φυσικόν. Διότι εκείνος δεν ειμπορεί να έχη ανάγκην από χρήματα. — Είνε δα πολύ πλούσιος, θα πη; — Όχι ότι είνε πλούσιος. Αλλά ειμπορεί να έχη όσα χρήματα θέλει. — Δεν το αγροικώ αυτό τι θέλει να πη.

Αυτός δε θέλει κάμει αυτό το θαύμα, του απεκρίθηκα με καταφρόνεσιν· μα θέλει αυξήσει εξ εναντίας πολύ περισσότερον το μίσος που αγροικώ διά εσένα. Ο εξωτικός αντί να του κακοφανή δι' ετούτα τα λόγια, εχαμογελούσε, και βεβαιωμένος πως θέλω συνηθίσει εις την αγάπην του δεν έλειπε που να πασχίση με κάθε τρόπον διά να μου κάμη μεγάλα χαρίσματα και περιποιήσες.

Ίσως πης πως το χρυσάφι τον νικά τον κάθε φόβο, και γλυκό πως είνε πράμα ο πλούτος• μα δεν μ' αρέσει ν' αγροικώ στ'αυτιά μου κατηγόριες, κ' εγώ τον πλούτο να κρατώ, ούτε και λύπες νάχω• μ' αρέσει μέτρια ζωή, που λύπες να μην έχη• ποιες ευτυχίες έχω εδώ, πατέρα μου, άκουσε τες: πρώτα την ησυχία μου που οι άνθρωποι τη θέλουν• λίγες φροντίδες, και κακός ποτέ κανείς δεν ήρθε να με ταράξη• κι' ούτε αυτή την αηδία αισθάνομαι να σταματώ το βήμα μου μπρος στους κακούς ανθρώπους• κάνοντας στους θεούς ευχές, ή με θνητούς μιλώντας, υπηρετώ τους ευτυχείς κι' όχι τους λυπημένους• και όταν τούτοι φεύγουνε, εκείθε φθάνουν άλλοι που με καινούργιους να μιλώ ευχαριστούμαι πάντα• κι' αυτό που πρέπει ο άνθρωπος, και όταν δεν το θέλη να τόχη, πούνε σύμφωνο και με τη φύσι,—ο νόμος,— δίκαιον πάντα με κρατεί 'μπρος στου θεού τα μάτια• αυτά συλλογιζόμενος, θαρρώ πως είνε πειο καλά ετούτα εδώ, απ' όσα εκεί έχετε σεις, πατέρα.

Ω βασιλοπούλα, απεκρίθη ο Δερβύσης, βλέποντάς την φοβισμένην, ποίον δαιμόνιον μας έφερεν εδώ; κοντά μας πιστεύω να είνε το φοβερόν κατοικητήριον της μάγισσας Μερχάνης· αν αυτή μας ιδή είμασθε χαμένοι· αλλοίμονον εις εμέ, σου τάσσω πως εγώ δεν φοβούμαι άλλο, παρά διά λόγου σου· αν ήμουν μοναχός ήθελα κάμει ένα μεγάλο κατόρθωμα, και αγροικώ ότι έχω κάποια καρδιά διά να το εκτελέσω.

Και διά πολύν καιρόν; είπεν ο ξένος. — Τι, διά πολύν καιρόν; — Εννοώ, διά πόσον καιρόν είνε κόρη σου; — Δεν αγροικώ, είπεν η Γύφτισσα. — Δεν αγροικάς; — Ναι. Τι θέλεις να πης; — Έχεις δίκαιον. — Αμμή;... — Άλλο ήθελα να είπω. — Τι άλλο; — Διά πόσα χρήματα; — Χρήματα; — Ναι. — Τι θα πη; — Άσπρα. — Ε, και τι; — Διά πόσα άσπρα είνε κόρη σας; — Πάλιν δεν &αγροίκησα&, είπεν η Γύφτισσα.

Ω δίκαιε ουρανέ, εφώναξεν ο βασιλεύς εις τούτην την ομιλίαν· τι είνε τούτο που αγροικώ; σε εξορκίζω, ω αγάπη μου, μετάβαλε ετούτην την απόφασιν, το μετανοώ πως έλειψα από τον λόγον μου, σύγκλινε εις το να με συμπαθήσης, και σου τάσσω μεθ' όρκου, ότι εις το εξής να μη λάβης αιτίαν και κακοευχαριστηθής από εμένα.

Αχ πόσον μου κακοφαίνεται, είπεν ο γέρων διά την δυστυχίαν σας, διά το οποίον ακριβές μου κόρες αγροικώ κεντρωμένην την καρδίαν μου από την θλίψιν σας· όθεν επιθυμώ να σας γένω πατέρας σας, αν θελήσετε να έχετε αρκετόν θάρρος προς εμένα· και διά την επιμέλειάν μου που θέλω έχει διά εσάς, θέλετε ιδεί εμπράκτως την ευτυχίαν σας.