United States or Yemen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ειδ’ απ’ αλήθεια ψεύτικο τ’ όνομα θα ’χε η Δίκη, αν πήγαινε μαζί με τέτοιον άντρα που όλα μπορεί με το νου πόχει να τολμήση. Σ’ αυτά τα θάρρη μου έχοντας θα πάγω ο ίδιος να του έβγω αντίκρυ· και ποιος άλλος με πιο δίκιο; άρχοντας μ’ άρχοντα και μ’ αδερφόν αδέρφι κ’ εχθρός μ’ εχθρόν θα κτυπηθώ. Φέρε μου αμέσως τις κνημίδες, προφύλαγμα πετρών και τόξων.

Ολόγυρα το νερό διάφανο, ακίνητο σαν γυάλα το έσκεπε και το έλουζε τροφός μαζί και ταίρι, πνοή του και κλίνη του. Και κάτω από το μαρμαρένιο βάθρο σκοτεινή έχασκεν η άβυσσος, κρύα και άπατη σαν κάποιος κύκλος μαγικός αλύτων μυστηρίων και σιγής ατάραχης. Εύρα το δέντρο στον ύπνο του. Μα και στον ξύπνο να το εύρισκα ίδιο έκανε. Αν ήταν ν' αρπάξω ένα κλαδί και να εβγώ απάνω, καλά.

Αυτή η ομιλία με εζάλισε πολύ, επειδή και εις την θυγατέρα του δεν είχα καμμίαν αγάπην, με το να μη μου άρεσε καθόλου· και διά να έβγω με εύμορφον τρόπον, ηύρα την πρόφασιν και του είπα πως είναι αδύνατον να γένη αυτό, με το να ήμουν εγώ Μωαμεθανός, και αυτός ειδωλολάτρης.

Εις ταύτην την κάμαραν εστάθηκα αρκετήν ώραν να στοχάζωμαι τους πολυτίμους θησαυρούς που την εστόλιζαν και τα αξιοθαύμαστα και πολύτιμα σκεύη· και βλέποντας ότι επλησίασεν η νύκτα, εβγήκα από εκείνον τον θάλαμον με σκοπόν διά να γυρίσω εις το καράβι μου από την ιδίαν στράταν που εμβήκα· αλλ' όταν εκλωθογύρισα διάφορα δωμάτια και ανώγεα έχασα τη στράταν και δεν ηδυνάμην να έβγω αποκεί.

Πώς ευρίσκεσαι, ω νέε, εδώ, μου είπεν, ετούτην την ώραν; Αχ, κυρά μου, της απεκρίθηκα, από αλησμονιά μου, και από κακήν μου τύχην έμεινα· μα σε παρακαλώ διά το Θεόν δείξε μου πόθεν να έβγω διά να μη χάσω την ζωήν μου.

Εστάθηκα διά να ακούσω το τι ήτον, και ύστερον από πολύ εκατάλαβα πως ήτον ένας καταρράκτης από πολλά νερά, τα οποία συμμαζωνόμενα από διάφορα μέρη έπεφταν εις μίαν τρύπαν μεγάλην και στοχαζόμενος ότι αυτά έβγαιναν και εχάνονταν εις την θάλασσαν, ερρίχθηκα εις εκείνην την τρύπαν ή να έβγω εις το φως, ή εκεί να χαθώ και να τελειώσω από τα βάσανά μου.

Να σπάσω όλα μ' έρχεται του τραπεζιού τα πιάτα, μα πάλι λέγω μόνος μου: « Ω χέρι μου, σταμάτα, κι' ας λείψουν τέτοια χωρατάΈφαγα, δόξα τω θεώ, και τώρα ας φουμάρω, κι' ας έβγω τον αέρα μου 'στο Σύνταγμα να πάρω . . . Ω! Ω! τι κόσμος σοβαρός! Ο ένας κι' άλλος με γελά, κι' εγώ μ' αυτούς γελώ, ψέμματα όλοι μου πουλούν, και ψέμματα πουλώ, κι' έτσι διαβαίνει ο καιρός.

Ω πατέρα βάρβαρε, εφώναξεν αυτός· ημπορείς εσύ να τυραννήσης με τόσην σκληρότητα μίαν θυγατέρα τόσον γλυκυτάτην και ωραίαν; Και ποία είναι το λοιπόν, η γνώμη του πατρός σου; ακολούθησε προς αυτήν, μίλησέ μου το λοιπόν, Αγγέλισσά μου, διατί δεν θέλει να σε υπανδρεύση; Δεν ηξεύρω καθόλου, ω αυθέντη, είπεν η Ζερμπρούδα, ξανανεώνοντάς τα κλάμματά της, δεν ηξεύρω ποίες είναι οι γνώμες του· μα σου ομολογώ ότι η υπομονή μου έφθασεν εις το άκρον δεν ημπορώ πλέον να ζήσω εις την κατάστασιν που ευρίσκομαι· ηύρα το μέσον διά να έβγω από το σπήτι, και επρόστρεξα εις την δικαιοσύνην σου διά να λάβης έλεος να του μιλήσης, διά να με υπανδρεύση, και να έβγω από την τυραννίαν του, ειδεμή θέλω θανατωθη με τα ίδιά μου χέρια.

Εγώ που δεν εζητούσα άλλο παρά να έβγω από αυτό το πεδούκλωμα, την ξαναβεβαίωσα πως θέλω κάμει καθώς αυτή με εδιάταξε. Χαρουμένη αυτή εις αυτήν την βεβαιότητα, επαρακίνησε τον πατέρα της να τελειώση αυτήν την υπανδρείαν· καθώς και έγινεν ολίγας ημέρας υστερώτερα, κάνοντας πρώτον να αρνηθούν την θρησκείαν τους, και να δεχθούν εκείνην του Μωάμεθ.

Εχάρηκα εις αυτό το συναπάντημα, και συντροφιασμένος με αυτόν, εφθάσαμεν εις το Μπαγδάτ, και εμβαίνοντας από την πόρταν, αυτός επήγεν εκεί που είχε την δουλειάν του, και εγώ επήγα εις ένα μετζίτι, και εσταμάτησα εκεί μίαν ημέραν και μίαν νύκτα, εντρεπόμενος να έβγω εις τέτοιαν κατάστασιν εις τες στράτες, φοβούμενος διά να μη συναπαντήσω κανένα, από το Μουσούλ, που να με γνωρίζη.