United States or Côte d'Ivoire ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πολλάκις εσταμάτησα καθ' οδόν και εστράφην προς τα οπίσω, ίνα θαυμάσω το αμίμητον εκείνο πανόραμα, πάντοτε δε, οσάκις εστάθην, εσυλλογίσθην σε την ξενιτευμένην, και επόθησα να σε είχα την στιγμήν εκείνην πλησίον μου.

Εσταμάτησα καμπόσον διά να την στοχασθώ· αυτή μου εφάνη πολλά νοστιμοτάτη και ωραία, και ήθελα της γένει αγαπητικός, αν δεν ήμουν όλος αφιερωμένος διά την Αλγεμάλ· είχα μίαν άκραν επιθυμίαν να μάθω διά ποίαν αιτίαν ευρίσκονταν εις ένα νησί έρημον, μία κυρία νέα μοναχή εις το καστέλλι, που άλλος κανείς εκεί δεν εφαίνετο· επιθυμούσα μεγάλως να εξυπνούσεν αυτή, μα ωσάν την είδα που εκοιμώνταν εις ένα βαθύν ύπνον, δεν αποκότησα να συγχίσω την ανάπαυσίν της.

Ήτο ένας πύργος φανταστικού εξωτερικού και πολύ ερειπωμένος, εφαίνετο δε τόσον παλαιός και τόσον εγκαταλελειμμένος, ώστε ήτο αδύνατον να κατοικηθή. Βλέπων αυτόν κατελήφθην από αληθή φρίκην, εσταμάτησα τον ίππον μου, σχεδόν αποφασισμένος να επιστρέψω οπίσω. Εντραπείς όμως την αδυναμίαν μου επροχώρησα.

Εσταμάτησα διά να στοχασθώ όχι μόνον την χώραν, μα ακόμη ένα μεγαλοπρεπέστατον παλάτι, που ήτον κτισμένον εις την άκρην εκείνου του κάμπου· επιθυμούσα μεγάλως να μάθω πού ήμουν, και στοχαζόμουν με τι τρόπον να πληρώσω την περιέργειάν μου, οπόταν είδα εις ένα χωράφι ένα χωριάτην που εδούλευεν· ακατέβηκα εις τον λόγγον, και αφίνοντας εκεί την κασσέλαν, επήγα προς τον χωριάτην και τον ερώτησα πώς ωνομάζετο εκείνη η χώρα.

Εις την μεγάλην φιλύραν, που βρίσκεται ένα τέταρτον της ώρας από την πόλη προς το Σ . . . ., εσταμάτησα, κατέβηκα και διέταξα τον αγωγιάτην να προχωρήση, για να γευθώ πεζός με όλη την καρδιά κάθε ανάμνηση άλλη μια φορά και ζωηρά. Εκεί εστεκόμουν λοιπόν κάτω απ' τη φιλύρα, η οποία άλλοτε, όταν ήμουν παιδί, ήτον το τέρμα και τα όριο των περιπάτων μου. Πόσον αλλοιώς είναι τώρα!

Οπόταν δε ευρέθηκα μοναχός, εσταμάτησα διά καμπόσον ακόμη, διά να κλαύσω επάνω εις τον τάφον του Φατζέλ την άκραν δυστυχίαν εκείνου του φιλοσόφου, και κατηγορώντας την αστοχασίαν του, και υπερήφανόν του γνώμην.

Εγώ βλέποντας όλα αυτά την πρώτην νύκτα, υπέφερον· αλλά όταν είδα και ακολουθούσαν τα ίδια και άλλας νύκτας που εκεί εσταμάτησα, δεν υπέφερα πλέον διά να μην ερωτήσω να μάθω την αιτίαν διατί ήσαν όλοι στραβοί από το δεξιόν μάτι και διατί έκαμναν τόσους θρήνους εις τοιαύτην ελεεινήν κατάστασιν· αυτοί μου εδιπλασίασαν και ετριπλασίασαν την παραγγελίαν που μου είπον άνωθεν· αλλ' εγώ ισχυρογνώμων τους εξώρκιζα εις τον μέγαν Προφήτην διά να μου φανερώσουν την αιτίαν.

Εχάρηκα εις αυτό το συναπάντημα, και συντροφιασμένος με αυτόν, εφθάσαμεν εις το Μπαγδάτ, και εμβαίνοντας από την πόρταν, αυτός επήγεν εκεί που είχε την δουλειάν του, και εγώ επήγα εις ένα μετζίτι, και εσταμάτησα εκεί μίαν ημέραν και μίαν νύκτα, εντρεπόμενος να έβγω εις τέτοιαν κατάστασιν εις τες στράτες, φοβούμενος διά να μη συναπαντήσω κανένα, από το Μουσούλ, που να με γνωρίζη.

Αλλ' όταν επάνω εις το βουνόν εσταμάτησα διά να ξεκουρασθώ, άφησα το δισάκκι, και όταν το ξαναπήρα, κατά λάθος τα χρήματα ήσαν εις το πίσω μέρος και εγώ εκράτουν σφιγκτά το εμπροσθινόν με τα ψωμιά. Ω! Τι έπαθα! — Και πού είνε τα χρήματα τώρα! κραυγάζει πάλιν ο αρχιληστής αγριώτερον, μη εννοών. — Θα τα πήραν αι Νεράιδες! επαναλαμβάνει ο Θανάσης.

Εβγήκα έξω από την πολιτείαν και διά να γίνω αγνώριστος εξυράφισα τα γένεια και τα φρύδια και ενδύθηκα τούτο το φόρεμα των δερβισάδων και από τόπον εις τόπον κατήντησα σήμερον εις ταύτην την πολιτείαν και εις την πόρταν του κάστρου εσταμάτησα ολίγον διά να αναπαυθώ, ότε μετ' ολίγον βλέπω και φθάνει ο άλλος δερβίσης, ο οποίος με εχαιρέτησε και εκάθισε πλησίον μου και εγνωρίσθημεν και οι δύο ξένοι και ενώ συνομιλούμεν, ιδού φθάνει και ο τρίτος και αυτός ξένος και ενώθημεν ωσάν αδελφοί και απεφασίσαμεν να μη χωρισθώμεν.