United States or China ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν θυμάται αργότερα κανείς κάτι τέτοια, μπορεί να τα βάζη με τον εαυτό του και να θαρρή σαν έγκλημα κάποιες παρόμοιες παραμέλησες, θυμούμαι ακόμα πως είχα νοιώσει τότε τη διάθεση της· κι από κείνο, που ακολούθησε ύστερα, γνωρίζω τι δρόμο πήρανε τα όνειρά της.

Μου έδωσε το γράμμα και δε θέλησα να το διαβάσω, να μη θαρρή πως δεν την πιστέβω· εκείνη να μου πη τι είχε μέσα. Με κοίταξε και με πήρε από το χέρι κι ανεβήκαμε λιγάκι, και πήγαμε να καθήσουμε εκεί απάνω, στη θάλασσα μπροστά. Καθήσαμε στην ίδια θέση που την είχα φιλημένη πρώτη φορά. Έλεγε σε δυο ώρες να βραδυάση κι αργοπορούσε. Άστραφτε το καλοκαίρι.

ΧΟΡΟΣ Μα ήρθα τρέχοντας στων θεών τ’ αγάλματα, τι έχω σ’ αυτούς όλα τα θάρρη μου, όταν βροντούσε η πετροχάλαζα στις πύλες· τότε δα κι ο φόβος μ’ έσυρε να προσπέσω στους θεούς το χέρι τους επάνω μας ν’ απλώσουν. ΕΤΕΟΚΛΗΣ Εύχεσθε να βαστάξη ο πύργος των εχθρών μας τη δύναμη· δεν είν’ αυτό στων θεών το χέρι; μα λεν πως παρατούν οι θεοί πόλη παρμένη.

Ειδ’ απ’ αλήθεια ψεύτικο τ’ όνομα θα ’χε η Δίκη, αν πήγαινε μαζί με τέτοιον άντρα που όλα μπορεί με το νου πόχει να τολμήση. Σ’ αυτά τα θάρρη μου έχοντας θα πάγω ο ίδιος να του έβγω αντίκρυ· και ποιος άλλος με πιο δίκιο; άρχοντας μ’ άρχοντα και μ’ αδερφόν αδέρφι κ’ εχθρός μ’ εχθρόν θα κτυπηθώ. Φέρε μου αμέσως τις κνημίδες, προφύλαγμα πετρών και τόξων.

Η γλώσσ’ αληθινά προδίνει των ανθρώπων τους μάταιους λογισμούς° έτσι κι ο Καπανέας μας φοβερίζει, έτοιμος και να το δείξη° βρίζοντας τους θεούς το στόμα του γυμνάζει σε μπόσικη χαρά, και θνητός όντας στέλνει ξεφωνητά στο Δία λόγια φουσκωμένα. Μα έχω τα θάρρη μου πως θα ’ρθη με το δίκιο επάνω του του κεραυνού η φωτιά, που διόλου με τις μεσημερνές τις κάψες δε θα μοιάζη.

Τούρχεται είδος βύθος, πιώτερο ξύπνος παρά ύπνος, κι αντίς όνειρα, πράματα και σκηνές που ταγνάντεψε ή τάκουσε ή τα υποψιάστηκε μες στο μερόνυχτο. Έβλεπε τον Πανάγο με τη Βασιλική μες στη νυφοκάμαρά της στα βραδινά τα σκοτάδια, κ' η γριά, η ξεμωραμμένη η μάννα της η κερά Μαριώ, να θαρρή πως είνε ο Μιχάλης! Και δος του μια περεχυσιά ψιλό ίδρο!

Κι όταν ήταν ώρα να γυρίση πίσω το κοπάδι, φθάνοντας στο ζευγολατιό ιστορεί στη γυναίκα του τα όσα είδε, της δείχνει τα όσα βρήκε, την παρακινάει να το θαρρή κοριτσάκι της και να το αναθρέφη κρυφά σαν δικό της. Τα παιδιά αυτά εμεγάλωσαν πολύ γλήγορα και γίνονταν ομορφότερα από όσο ταίριαζε σε χωριατόπουλα.

Είμαστε θυμούμαι στη Νοβοροσίσκη μ' ένα Γαλαξειδιώτικο μπαρκομπέστια. Εγώ εκείνο το ταξείδι ναυτολογήθηκα στην Πόλη. Εκείνους τους δυο τους ηύρα μέσα. Ήσαν από πριν. Είχαν πολλά ταξείδια μαζί και ήσαν θαρρεμένοι. Αλλά με όλα τα θάρρη που είχαν, με όλες τις συντροφιές που έκαναν, άμα άκουε κανένα λόγο για τους πατριώτες του ο Γεράσιμος ανατρίχιαζε σαν το λυσσασμένο σκυλί στον καθρέφτη.