United States or Anguilla ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι φοίνικες ξηραίνονται Της Ειλειθυίας· βαρύνεται Επάνω εις την καρδιάν των Το σκότος της νυκτός Ως πλάκα τάφου. Όχι φως και χαράν, Αμμή φλογώδεις άκανθας Βρέχει δι' αυτούς ο ήλιος, Και η γη σχισμένη δίδει Αίματος βρύσεις. Πού μ' έφερεν ο πόνος μου; . . Τι λέγω;. . . τιμωρίαν Αληθινήν και μόνην, Φρικτήν, οι μιαροί Έχουσα άλλην.

Αποκοτιά, μαθές, επανέλαβε και η θειά το Αρετώ. Συγχρόνως δε κατέβη εις τον νουν της μία ιδέα. — Αμμή σαν το αποφασίσης, γυιέ μ', κάνε το σταυρό σ', και τάξε τίποτε στην Παναγιά, να σε φυλάξη. — Έταξα εγώ μέσα μου, είπεν ο Στάθης· έταξα να της την πάγω ασημένια τη μια τη γίδα, σαν την γλυτώσω, την Ψαρή. Την Ψαρή ας γλύτωνα! Ο ιερεύς έκαμε διφορούμενον νεύμα.

Ταις φωτιαίς, ταις αρμάδαις και τους καβαλλαρέους οπού ήλθαν! — Εγώ; Σοι είπα εγώ να τα διηγηθής αυτά εις τον αφέντη σου; — Αμμή τι; — Έχεις λάθος. — Μη τα έχασες; — Ο ένας από τους δυο. — Τι λες εκεί; — Σου είπα εγώ να διηγηθής εις τον αφέντη σου τέτοια πράγματα; — Τι άλλο; — Εγώ σου είπα μόνον να του πης ότι τον ζητώ. — Έτσι ε; — Τα άλλα αυτά τα είπαμεν μεταξύ μας, είπεν ο Τρέκλας.

Και διά πολύν καιρόν; είπεν ο ξένος. — Τι, διά πολύν καιρόν; — Εννοώ, διά πόσον καιρόν είνε κόρη σου; — Δεν αγροικώ, είπεν η Γύφτισσα. — Δεν αγροικάς; — Ναι. Τι θέλεις να πης; — Έχεις δίκαιον. — Αμμή;... — Άλλο ήθελα να είπω. — Τι άλλο; — Διά πόσα χρήματα; — Χρήματα; — Ναι. — Τι θα πη; — Άσπρα. — Ε, και τι; — Διά πόσα άσπρα είνε κόρη σας; — Πάλιν δεν &αγροίκησα&, είπεν η Γύφτισσα.

Αμμή οι στρατιώται έτρεχον κατόπιν του να τον φθάσουν, και επειδή η κόρη δεν ηδύνατο να περιπατήση, ο Γεμιστός την εβάστα εις τον κόλπον του, έως ότου απέκαμε να τρέχη, και ο ανίσχυρος Σατάν δεν ηδύνατο να τον βοηθήση. Αλλ' η δαιμονογενής κόρη ούτε επνίγη ούτε εφονεύθη, διότι όπως η γέννησίς της ήτον παρά φύσιν, έτσι και ο θάνατός της δεν ηδύνατο να έλθη κατά φύσιν.

Με τα σωστά σου; — Αμμή;... — Λοιπόν την έχεις απ' αγάπη; — Τι θαρρείς; — Είσαι λοιπόν ερωτευμένος με το βαρειό και με τη βρεχτούρα! — Χωρίς άλλο. Καθένας την τέχνη του πρέπει να την τιμά, και ας είνε και ταπεινή. — Δεν λέγω. Έχεις πολύ δίκαιον. — Τότε τι; — Αλλά χωρίς να παύση να την τιμά, ειμπορεί να την αφήση εις τα γηρατειά, διά ν' αναπαυθή.

Αχ! την τρομάρα που πήρα! Ακούω ένα μπλουμ! Καλά που βρέθηκα! Ο Θεός μ' έστειλε . . . Αμμή, έτσι αφήνουνε, χριστιανοί μου, μικρά κορίτσια, να παίζουν μοναχά τους κοντά στη στέρνα, γεμάτη νερό! . . . Ο Γιάννης, ιδών τα δύο αναίσθητα σώματα, εις τας ωχράς ακτίνας της αμφιλύκης, τραβών τα μαλλιά του, δάκνων τους αρμούς των δακτύλων του, απήντησε·

Λέγει του ο Νίκανδρος: «Γνωρίζω, διδάσκαλε, ότι έχεις μεγάλην εξουσίαν, αμμή πώς γίνεται να σου εκτελούσιν οι θεοί όλα τα θελήματά σουΛέγει του ο Γεμιστός: «Όλα, πίστευσόν μου, ω Νίκανδρε, ό,τι και αν επιθυμήσω, χωρίς αργοπορίαν το απολαμβάνω από τους θεούς». Λέγει του ο Νίκανδρος: «Ό,τι και αν επιθυμήσης, διδάσκαλε; Και αν επιθυμήσης ένα πράγμα, όπου να είνε φυσικά αδύνατονΚαι ο Γεμιστός: «Σώνει να μην είνε κατά πλάτος γενικόν και απεριόριστον, ήγουν αν ζητήσω την καταστροφήν της κτίσεως, δεν την εκτελούσιν οι θεοί.

Η γυνή μετά τινα σιωπήν απήντησε: — Δεν ξέρω κ' εγώ, αν θα κοιμηθώ απόψ' εδώ ή όχι!... Ο ίδιος θα μου 'πή... Εγώ τάχω αλλού τα ρούχα μου... Αυτά που βλέπεις δεν είνε ρούχα... Να τον ιδώ μόνον και μπορεί να με οδηγήση αλλού να φύγω... — Δεν είνε ρούχα, αμμή, τι είνε; εφώναξεν η Δημητρούλα.

Και αν ήμουν περιωρισμένος μέσα εις ένα καρυδόφλουδο, θα ελόγιαζα πως είμαι βασιλέας εις απέ- ραντο διάστημα· αμμή οπού βλέπω ονείρατα κακά. ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ Ίσα ίσα αυτά τα ονείρατα είναι η φιλοδοξία· διότι της φιλοδοξίας η ουσία είναι μόνον ονείρου σκιά. ΑΜΛΕΤΟΣ Και τα όνειρο καθ' εαυτό άλλο δεν είναι ειμή σκιά.