United States or Finland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπειτα πάλι θαρρείς πως την πονεί, τη χαδεύει, ξεπλύνει τις ματωμένες πληγές της, κι ολοένα πολεμάει να την αναστήση, να τη ζωντανέψη, και να την κάμη πάλι χαρούμενη, καθώς είτανε μια φορά. Μεγάλη δουλειά καταπιάνεται το καημένο το κύμα! Του τραγουδιού του τη γλώσσα δεν τη νοιώθουμε πια! Σε χαρτί απάνω δε γράφτηκε, να τη μάθουμε. Είναι γραμμένη στον ουρανό.

Και δος του κι' αρχαιολογώ, κι' αρχαίαις νύφαις κυνηγώ, να εύρω μες 'το χώμα. Μα τέτοιαις νύφαις δεν 'μιλούν, ούτε το μάτι μου σφαλούν, κι' ούτε γαμπρό γυρεύουν. Αχ! τι τα θέλω όλ' αυτά τ' αγάλματα τα λατρευτά, αφού δεν ζωντανεύουν; Ω! ας μπορούσε απ' αυταίς της νύφαις της καμαρωταίς καμμιά να ζωντανέψη! Να παύσω ν' αρχαιολογώ. νύφη αυτή, γαμπρός εγώ . . . και ποιος δεν θα ζηλέψη;

Πιες ένα δαχτυλάκι, να μη ζωντανέψη ο αστακός μέσα σου. Ο παπάς είχε μαγειρέψη μοναχός του ένα πιλάφι με αστακοουρές, σα Μεγάλη Σαρακοστή που ήτανε. Το πιλάφι του παπά ήτανε ονομαστό σ' όλο το νησί, κανένας δεν τώφκιανε και «ο φαγών μεμαρτύρηκε». — Τράβα μία, το καλό που σου θέλω, ξαναείπε, και της έβαλε στο ποτήρι της.

Στις κρίσεις του για τους μεγάλους Ιταλούς Καλλιτέχνες, λέει ο de Quincey, «φάνηκε ένας τόνος ειλικρίνειας και φυσικής αισθαντικότητος, όπως θα συνέβαινε με κείνον που θα μιλούσε σύμφωνα με τη δική του γνώμη και δεν θα ήταν απλός αντιγραφεύς βιβλίων». Ο μεγαλύτερος έπαινος που μπορεί να του κάνουμε είναι ότι προσπάθησε να ζωντανέψη το ύφος σα μια συνειδητή παράδοση.

Ο πάλαι Πυγμαλίων, γνωστός 'στήν οικουμένην, ηγάπησε γυναίκα εις πέτραν σκαλισμένην, και τόσον ερωτεύθη, οπού την παρεκάλει να ζωντανέψη μ' όλα τα πέτρινά της κάλλη, ως που ζωή γεμάτη κι' η πέτρα εσηκώθη κι' εκείνος εζουρλάθη και την εστεφανώθη.

Για να εκτιμήση κανείς τον δέκατον ένατον αιώνα, πρέπει να νοιώση κάθε αιώνα που προηγήθηκε και βοήθησε να πάρη τούτος μορφή. Για να ξέρη κανείς οτιδήποτε για τον εαυτό του πρέπει να ξέρη το κάθε τι για τους άλλους. Δεν πρέπει να υπάρχη διάθεσις που να μη μπορή κανείς να τη ζωντανέψη. Είναι τούτο αδύνατο; Δεν το νομίζω.

Σα σηκωθήκαμε, πήγα στο παράθυρο να κοιτάξω, νακούσω τίποτις που να με ζωντανέψη. Ησυχία, και μοναξιά! Μήτε τρουξαλλίδες, μήτε βρύσες, μήτε αμπελοβάβρακα!...

Κάποιος τώρα πρέπει να φανή. Το ροδάκινο που κρέμεται στον αέρα ψηλά, ποιος θα το κόψη; Ποιος θα ξεχωρίση θάλασσα κι ουρανό; Ποιος θα ζωντανέψη και τις πέτρες; Εκείνος θα γίνη «άλλος Ορφές». Ομπρός το λοιπόν, και μη φοβάστε. Άγαλμα θα του φτειάσουμε, σας λέω. Φέρνουμε και μάρμαρο από την Πάρο. Γιατί βγήκα στο ταξίδι και τι γυρέβω, δεν το κατάλαβα ακόμη.