United States or Saint Martin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήρθα να σ' αποχαιρετίσω. Ήρθα να σε ιδώ μια φορά πριν φύγω. Νάξερες πόσο κακό μούκανε η ιδέα πως μπορούσες να υποθέσης πως σε κυνηγώ, πως τρέχω αποπίσω σου, πως σου γίνομαι φόρτωμα. Όταν με πρωτοείδες εδώ τρόμαξες, ταράχθηκες, αγανάκτησες. Παρεξήγησες το κίνημά μου. Νάξερες τι ήταν αυτή η στιγμή για μένα. ΦΛΕΡΗΣΌχι, Λέλα, ποτέ δεν το υπόθεσα. Ξέρω πόσο είσαι περήφανη.

Άι μ' Νικόλα μ', που σ' έχω γείτονα, ούτε σου έφερα ποτέ κερί και λιβάνι . . . αχ! καμμιά φορά έκλεψα κανένα σπίρτο ή κανέν απόκερο από μέσ' απ' το εκκλησιδάκι σου, μπροστά στο κόνισμά σου, οπού συ έκανες πως δε με γλέπεις . . . για να κυνηγώ της νυχτερίδες και τα κουκουβαγιόπουλα τη νύχτα . . . μη με ξεσυνερίζεσαι, και φέρε γλήγορα τον πατέρα μου πίσω . . . και να μη βαρυγνωμά που δεν πήγα μαζί του . . . κ' εγώ να σου φέρω άλλα τόσα, κι' άλλα τόσα, κι' άλλα τόσα, όσα σπίρτα και κεριά σου έκλεψα.

Τους βλέπεις από μια στιγμή εις άλλη να πληθαίνουν, και λες πως χοίρους έχουνε μες το σιτάρι σπείρει . . όσοι σοφοί και λόγιοι εις την Ελλάδα βγαίνουν, τόσοι βλαστάνουν βάρβαροι εις την Σκυθίαν χοίροι. Δεν έπαυσα να μάχωμαι και να τους κυνηγώ, μα τι να κάμω μόνος μου εμπρός σε τόσο πλήθος; ως που από το τρέξιμο 'κουράσθηκα κ' εγώ, και σ' ένα σάκκο έπεσα με γογγυτό 'στο στήθος.

Μα έλα δα! έκραξε προς αυτόν ο Καλούμπας, άμα τον είδε να έρχεται χωρίς τον υιόν του. Έλα, κι' ας κουρεύεται! — Καλλίτερα, λείπει κι' ο μπελάς του, παρετήρησεν ο Νειόγαμπρος. Ο γέρων θαλασσινός έκυψεν, έλυσε την μπαρούμαν, κ' επήδησε στη βάρκα. Ομοίως και οι άλλοι δύο. — Μου έβγαλε την ψυχή ανάποδα, το διαολόσκυλλο, είπεν ο· Μπαμπούκος, να τρέχω να τον κυνηγώ. Ήτον πράγματι πολύ ωργισμένος.

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ, ΦΛΕΡΗΣ, αργότερα ΜΙΣΤΡΑΣ Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΉρθα να ξανασάνω και βρήκα μαλλί να ξάνω. ΦΛΕΡΗΣΘα τρέχω από πίσω σου να σε κυνηγώ; Πού σ' έστειλα; Περιμένω μια ώρα. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΒλέπεις πως έρχομαι. Δεν μπορώ να γίνω εκατό κομμάτια, κύριε Τάσσο μου. ΦΛΕΡΗΣΠαράγινες. Το ξέρεις; Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΑς όψωνται που με κατάντησαν. ΦΛΕΡΗΣΠού είναι η κυρία Δώρα; Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΕίναι άρρωστη λέει.

Εδώ δεν είναι πέρδικες, δεν είναι μήτε κοτσύφια. Εδώ αηδονάκια μόνο κελαϊδούν στις φυλλωσιές. Πάρε το τουφέκι σου, κυνηγέ, και τράβα στη δουλειά σου... — Όμορφη κοπέλλα, της είπε γλυκά ο κυνηγός, εγώ δεν κυνηγώ κοτσύφια μήτε πέρδικες. Κ' εκεί που κελαϊδούν ταηδόνια είναι η λαχτάρα μου. — Πάρε το τουφέκι σου, κυνηγέ, και τράβα στη δουλειά σου.

Μικρά μεγάλα λόγια χαμένα... τέτοια τα δείχνει ο νους σ' εμένα. Ό,τι εκείνος θαρρεί πως πρέπει και πως ταιριάζει με το εγώ, τούτο καθένας καλόν το βλέπει και τούτο θέλω και κυνηγώ. Ο νόμος γράφει «ποτέ μην κλέψης μηδέ πεντάρα, μηδέ βελόνι», αλλ' όταν έλθουν τοιαύται σκέψεις καθείς τον νόμο τον φασκελόνει. Γιατί αλήθεια πάντα καθένας να γυρεύη εκείνο που ο νόμος σαφώς απαγορεύει;

Τα λάφια κ' οι λαγοί δεν έρχονται να ξεδιψάσουν στη ρεματιά μεσημεριάτικα. Εδώ μονάχα το ασπρόμαλλο κοπάδι μου σβύνει τη δίψα του. Κι' αν θέλης λαγούς και λάφια, πάρε το τουφέκι σου και τράβα στη δουλειά σου. Ο κυνηγός ζύγιασε πιο σιμά της και της είπε πάλι: — Εγώ κι' αν είμαι κυνηγός δεν κυνηγώ λαγούς και λάφια. Κ' εκεί που το ασπρόμαλλο κοπάδι σβύνει τη δίψα του, θέλω κ' εγώ να ξεδιψάσω.

Είχ' ένα δίκαννο ελαφρό, που θα μου τώδιδε να κυνηγώ όλες τις μέρες που θα μέναμε στον Αμαλό. — Και πότε θα πάμε; — Ύστερ' από δυο μέρες, το σαββάτο πούρχεται. Εγώ θα ήθελα να πάμε την άλλη μέρα ευθύς, αλλ' ο Βασίλης δεν ευκαιρούσε τόσο γρήγωρα. Τις δυο μέρες πέρασα σε πυρετό προσδοκίας και στον πυρετό κείνο, μπορώ να πω, λησμόνησα ολότελα κάθε άλλο.

Ζωή κατηραμένη, αν τόσοι σου αγώνες κοιλαίνουν και τας πέτρας ως ύδατος σταγόνες, μα συ θαρρώ πως είσαι το άσμα των Αγγέλων, συ το προχθές, το τώρα, και ίσως και το μέλλον. ΝΕΟΤΗΣ Η Νεότης είμ' εγώ η χαριτωμένη... όπου κήπος κυνηγώ και τα ρόδα του τρυγώ ασπροφορεμένη. Προς γελώντα ουρανόν πάντοτε γελώσα με πτερά πετώ χηνών και οι φθόγγοι των πτηνών η 'δική μου γλώσσα.