United States or Austria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ω λύσσα! τον αντίζηλον εγώ να εξυμνήσω; εγώ εις ξένον αίσθημα την λαύραν μου να βγάλω; ω! ποιο καλά 'στην λύραν μου χορδήν να μην αφήσω, παρά αυτόν τον πρόστυχον αντεραστήν να ψάλλω. Κι' η οικονόμος έτρεχε να με παρακαλή για τον πιστόν Ρωμαίον της δυο στίχους να της κάμω, ως ότου μ' εμαλάκωσαν οι λόγοι της πολύ, και τέλος απεφάσισα την χήραν να συνδράμω.

Τώρα σου ψάλλω αλληλούια και ωσανά! Σε σένα ξαναγίνηκε το θαύμα της Κανά, σταμνί σε βρήκεν ο Χριστός νερό γιομάτο και σ' έκανε ολοπόρφυρο κρασί μοσχάτο! Δεξιά μία βρύσι στη ρίζα γέρικου πλατάνου. Αριστερά ένας μεγάλος βράχος που φαίνεται να είνε μέρος από το πετρώδες σύστημα του λόφου, όπου είνε χτισμένη η Ακρόπολις.

Φέρνει Σταυρόν και βάια Ο πτερωμένος άγγελος Που τους ηγεμονεύει· Ψάλλοντες αναβαίνουσιν Υπέρ τα νέφη. Ψυχαί μαρτύρων χαίρετε Την αρετήν σας άμποτε Να μιμηθώ εις τον κόσμον, Και να φέρω την λύραν μου Με σας να ψάλλω. Στροφή Α Της θαλάσσης καλήτερα Φουσκωμένα τα κύματα Να πνίξουν την πατρίδα μου Ωσάν απελπισμένην, Έρημον βάρκαν.

Πικρόχολος τοξότης, αλλά και τι γλυκός!... αν δε κι' ο Έρως βίον δεν μας χαρίζη άλυπον, όμως για να 'μιλήσω σαν μαθηματικός εκείνος μένει μόνον πηλίκον και κατάλοιπον. Λατρεία προς τον Έρωτα με όσα κι' αν του ψάλλω, κι' ο Πάππας 'στήν εικόνα του γονατιστός ας στέκεται, και δι' εμέ καλλίτερον δεν είναι σύμπλεγμ' άλλο παρ' όταν ένας Σάτυρος με Νύμφην περιπλέκεται.

Πώς θέλω το κεφάλι μου 'στήν πέτρα να κτυπήσω οπόταν βλέπω Χάριτας εμπρός μου και οπίσω, κι' Ερωτιδείς τοξεύοντας, τρελλούς και πτεροφόρους, και τον αέρα ν' ασελγή με των φυτών τους σπόρους. Άκου γλυκά φιλήματα και κύτταξε τι χάδια!... κι' εγώ σακάτης κι' άψυχος τρυγόνων ψάλλω ζεύγη, κι' αν εις παιδίσκην τρυφεράν απλώσω τα ξεράδια «φτου! να χαθής, παληόγερε» φωνάζει και μου φεύγει.

Έκτοτε η μικρά με ήκουσε να ψάλλω συνεχώς «Τραγούδια του Θεού», εις τον πενιχρόν ναΐσκον, όπου εσύχναζε τακτικά με την μητέρα της. Εκοιμάτο μέσ' το στασίδι, εις τον γυναικωνίτην, την ώραν των αποστύχων, εξύπνα μετά δύο ώρας εις τον Πολυέλεον, κ' έκτοτε δεν ήθελε να κοιμηθή πλέον. Ήτο μία μετά τα μεσάνυκτα.

Κατάραν εις τα Σύμπαντα καθώς ο Φάουστ ψάλλω... βαρδάτ' εμπρός... θα γυμνωθώ... τα ρούχα μου θα βγάλω.... εγώ από γυμνότητας καθόλου δεν ξιππάζομαι κι' ούτε με φύλλα της συκής σαν τον Αδάμ σκεπάζομαι. Βαρδάτ' εμπρός... θα γυμνωθώ... ελάτε, ανατόμοι, να κατακομματιάσετε τα μέλη μου τακέραια... ας ακουσθή και δι' αυτά η πάνσοφός σας γνώμη και τάντερά μου Δουκισσών ας γίνουν περιδέραια.

Γιατί μ' αυτό που σκέπτομαι δεν συμφωνεί το άλλο; γιατί δεν είναι φύλλα δυο και πρόσωπα παρόμοια; γιατί καθώς ο Έρασμος νυχθημερόν να ψάλλω εις της μωρίας την Θεάν μωρότατα εγκώμια; Και μια φωνή μ' απήντησε «μην είσαι φαφλατάς, κι' αυτά 'στόν κόσμον γίνονται για νάχης να 'ρωτάς».

Φαίνεται, καθώς το υπέθετα, ότι επέτυχα την επιδοκιμασίαν σου, καλέ μου φίλε. Τι όμως εννοεί ο ιδικός σας νόμος ως προς αυτά, δεν είναι ανάγκη να το εξετάσω εγώ, αλλά αρκεί να δεχθώ την επιδοκιμασίαν των λόγων μου. Τον δε Κλεινίαν και άλλην φοράν κατόπιν θα προσπαθήσω να τον ψάλλω και να τον καταπείσω δι' αυτά τα ίδια.

« Ήλθε η ενάτη τ' Απριλιού, » Σάββατο το Μεγάλο, » Ξημέρωσε και 'νύχτωσε, » — Νύχτωσε κ' η ζωή μου. — » Πήγα τον Όρθροτο ναό, » Κάμνω την προσευχή μου, » «Χριστός Ανέστη» άρχισα « Με τους πιστούς να ψάλλω.» « Χριστός ανέστη! έψαλλα, » Και πάντα με το νου μου. » Αναστηθήτω η Ελλάς! » Ευχόμουν.