United States or Solomon Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είτα ορφανή πατρός απομείνασα υπηρέτει ουχί επ' αμοιβή αλλ' ούτως, εκ φυσικής κλίσεως και συμπαθείας του ομοίου προς το όμοιον, εις τον γειτονικόν της πλούσιον οίκον αρχαίου πλοιάρχου, όστις, αφεντάνθρωπος εις όλα, είχεν αριστοκρατικήν τάξιν εν τη οικογενεία του.

Είνε λοιπόν ορφανή; — Ορφανή είπες; — Βέβαια. — Μα όχι. — Έχει γονείς; — Βέβαια έχει. — Και πού ευρίσκονται; — Πού θέλεις να ευρίσκωνται; Δεν μας βλέπεις; — Σας βλέπω. Και τι μ' αυτό; — Εγώ και ο γέρος μου. — Είμεθα ζωντανοί; — Βέβαια. — Θα ειπή πως δεν απεθάναμεν. — Σωστά. — Και η Αϊμά... — Η Αϊμά... — Ζουν οι γονείς της... — Ζουν; — Ζουν, αφού ημείς ζώμεν. — Εννοώ... — Εννοείς βέβαια.

Καλό δε βλέπω, κυρ γιατρέ, Δεν τρώγω, δεν κοιμούμαι· Πώς λες να μη φοβούμαι; Σούρθαν στο νου καθώς θωρώ, Τα λόγια του αδερφού σου Του μεγαλήτερού σου. Ο μακρίτης φαγητό, Και ύπνον εποθούσε, Και με συχνορωτούσε. Μον εσύ, φίλε μου, επροχτές Ζουμί θαρρώ, καμπόσο Να ρούφησες ωστόσο. Αυτά ν' ακούη η ορφανή Γυναίκα του αρχινάει Να κλαίγη να θρηνάη.

Τότες αληθινά αιστάνθηκα μια μεγάλη λύπη, γιαΤι νόμιζα πως θα γύριζα πάλι στις καλόγριες και είξερα πως θα μου φορούσανε μαύρα και θα με φωνάζανε πια ορφανή. Και μου φαίνεται τόσο κακό, τόσο αντιπαθητικό αυτό το ορφανή. ΓΙΑΓΙΑ Αχ! αυτή πάντα σε ήθελε κοντά της. Και τόσες φορές έλεγε του πατέρα σου να σε βγάλη πια από το μοναστήρι.

ΑΔΜΗΤΟΣ Γυναίκα είναι ο νεκρός. Γι' αυτήν μιλούμε τώρα. ΗΡΑΚΛΗΣ Γυναίκα ξένη ή συγγενής; ΑΔΜΗΤΟΣ Ξένη, αλλά δική μας στο σπίτι αυτό. ΗΡΑΚΛΗΣ Μα τότε εδώ πως πέθανε κοντά σου; ΑΔΜΗΤΟΣ Σαν πέθανε ο πατέρας της, ήρθε ορφανή μαζί μας. ΗΡΑΚΛΗΣ Αλλοίμονο! Είθε οι θεοί να μ' έστελναν να σ' εύρω μιαν άλλην ώρα, Άδμητε, που να μην είχες λύπες. ΑΔΜΗΤΟΣ Τι θες να πης! Τα λόγια σου αυτά τι να σημαίνουν;

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• 30 «Μετά χαράς, πατέρα μου• γι' αγάπη σου εδώ ήλθα εσέ να ιδώ και να μου ειπής, αν εις τα μέγαρά μου ακόμ' είναι η μητέρα μου, ή κάποιος των ηρώων ήδη την ενυμφεύθηκε, και η κλίνη του Οδυσσέα μένει από στρώματα ορφανή και καταραχνιασμένη». 35

Η νέα ήτο ορφανή εκ μητρός. Η μόνη προς μητρός θεία της, ήτις της εκράτει άλλοτε συντροφίαν, διότι αι οικίαι των εχωρίζοντο δι' ενός τοίχου, &εμάλλωσε& και αυτή μαζί της διά δυο στρέμματα αγρού και δεν ωμιλούντο πλέον.

Ο Τζατσίντο δεν είχε πάρει ακόμη καμία απόφαση για την περίσταση, φαινόταν όμως ήρεμος, δούλευε, γύριζε στο σπίτι μόνο όταν ήταν η ώρα για φαγητό και αστειευόταν με το σπιτονοικοκύρη του ζητώντας του συμβολές πώς να υποδεχτεί το κορίτσι. «Δεν θέλω βέβαια να την χάσω, την καημένη την ορφανή! Εάν την παντρευόμασταν μαζί; Μια γυναίκα στο σπίτι χρειάζεται

Στοχάζομουν το πανυγήρι, που θάκανε η ορφανή μονοθυγατέρα μου, που την είχα αφήσει μικρή, πολύ μικρή βυζανιάρικη, σαράντα μερών φώσινο, όταν κίνησα να πάω μακρυά στα Ξένα, να προκόψω και να πλουτίσω το σπίτι μου.

Πρώτην φοράν επί ζωής της η ορφανή ήκουε τόσους χαιρετισμούς, με τόσην συμπάθειαν και τόσην αγάπην. — Ευχαριστώ, ευχαριστώ, είπε προς τον γέροντα κλητήρα, όστις ανεχώρησεν, «αύριο τα συγχαρήκια» ειπών.