United States or Niue ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού ακρίβηναν ταλεύρια, Λαλεμήτρο, πάρε 'λιγώτερα σακκιά. Ετόλμησε να παρατηρήση η αθώα γυνή, μαλακύνουσα την αγωνίαν του συζύγου της. Αλλ' εκείνος θέλων να παίξη ίσως, θέλων να γελάση πιθανώς, ήνοιξε το στόμα του το κλειδωμένον έως τότε και είπεν: — Όπως έγεινε σήμερα ο κόσμος με τα βερεσέδια, καλλίτερα είνε να μην παντρεύεται κανένας!

Ημπορεί ποτε κανείς να μη συγχωρήση ένα τρελλόν; Η σκέψις αύτη με καθησύχαζε. Κ' εσχεδίαζα τότε πολλά. Να πληρώσω τα χρέη μου εις τον Βόλον. Να χαρίσω ταλεύρια, που μου χρεωστούσαντο χωριό. Και πλέον να μην κάμω τον αλευράν. Ν' αγοράσω κτήματα και να καλλιεργήσω ένα ολόκληρον βουνόν, που είνε τόσα βουνά άγρια εις το χωριό μου. Συνείθισα πλέον εις τους κόπους του μεταλλείου.

Και δεν επρόσθετ' ο κουτός να δίνουν, έτσι, χάρι κ' οι αλευράδες στους φτωχούς τρία κοιλά σιτάρι, και όποιος τ' αρνηθή,—ραβδί καθένας να του δίδη, να ιδής ταλεύρια που θα παν' κι' αυτού του Ναυσικύδη. ΧΡΕΜΗΣ Τότε πετιέται πάλι ένα παιδάριο κομψό με ώμορφο κεφάλι, σαν του Νικία κάτασπρο, και είπε παστρικά πως πρέπ' η πόλις να δοθή ευθύς στα θηλυκά.

Τι λες, καπετάν-Ηλία μ'; Έστειλε κάνιο ταλεύρια; Μας φάγανε ο κόσμος. — Τον είδεθ εθύ; άλλο τόθο τ' εγώ. Επανέλαβε πάλιν ο καπετάν Ηλίας, βραδύγλωσσος, εξακολουθών να ξεφορτώνη το κόττερον. — Δεν σου έδωκε κάνιο κανένα γράμμα; — Άφηθέ μας, θεια, άφηθέ μας, τ' έχουμε δουγιά!

Εφώνησεν έντρομος ο Λαλεμήτρος, αναγνούς την διαταγήν. Αλλ' ίνα μη εννοήση η σύζυγός του, ήτις τον έβλεπε σύννους, παρακαθημένη, προσέθηκεν ηρεμώτερος: — Ακρίβηναν, λέει, ταλεύρια πάλιν! Διενοήθη ο Λαλεμήτρος να ενεχυριάση τότε, ή και να πωλήση εν τη εσχάτη ανάγκη την χρυσήν του ωρολογίου του άλυσιν, μη έχων άλλον πόρον χρημάτων, και σωθή από το αίσχος της φυλακίσεως.