United States or Nigeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΗΡΑ. Δεν αμφιβάλλω ότι η πραγματική αφορμή θα είνε πάλιν κάποια ερωτοδουλειά• αλλά μου έχεις κάνη τόσες φορές αυτήν την ύβριν, ώστε συνείθισα πλέον και δεν κλαίω. Φαίνεται ότι κάποιαν Δανάην ή Σεμέλην ή Ευρώπην θα ανεκάλυψες πάλιν κ' ερωτεύθηκες, και τώρα σκέπτεσαι πώς να μεταβληθής εις ταύρον ή σάτυρον ή και χρυσός να χυθής από την στέγην εις τον κόρφον της ερωμένης σου.

Κατεκλινόμην είτε επί των σανίδων του δωματίου, είτε επί των πλακών της υπαίθρου αυλής. Το πράγμα κατ' αρχάς δεν ήτο ευχάριστον, βαθμηδόν όμως συνείθισα και ότε, επί τέλους, επεβιβάσθην εις το μικρόν μεγαλώνυμον ατμόπλοιον, το δοξασθέν κατ' εκείνην την εποχήν «Πανελλήνιον», εθεώρουν εμαυτόν ικανόν προς πάσαν ανδραγαθίαν.

Έλα γρήγορα να μ' ελευθερώσης, διότι είμαι φυλακωμένη, και υποφέρω πoλύ. Διατί μ' έφεραν εδώ, δεν ειξεύρω. Είμαι κλεισμένη ολομόναχη. Κατ' αρχάς εφοβούμην πολύ την νύκτα, τώρα συνείθισα να μη φοβούμαι, αλλ' όμως στενοχωρούμαι παραπολύ. Τας πρώτας ημέρας ήρχετο μία καλογραία καθ' εκάστην και μ' έβλεπεν.

Παραδόξως ό,τι διάκρινα από το πρόσωπο του Βαγγελιού, όταν συνείθισα στο σκότος της αυλής, μου φάνηκε θλιβερό, αλλ' όχι κιαποκρουστικό. Μάλιστα η κέρινη μορφή της μούδιδε θέλγητρο ωμορφιάς άλλης. Και με το νοσηρό αυτό θέλγητρο δε φαίνεται να ήτον άσχετο τ' όνειρο το προημερνό. Τη νύχτα κείνη δε μπόρεσα να κοιμηθώ.

Και πρώτον τον συνείθισα να βαδίζη επί της γης κατά τον ανθρώπινον τρόπον, έπειτα δε αφού του απέπλυνα τον πολύν του ρύπον και τον ηνάγκασα να μειδιά, τον κατέστησα πλέον ευχάριστον την όψιν. Εκτός τούτου του έδωκα σύντροφον την κωμωδίαν και ούτω τον έκαμα πλέον αγαπητόν εις τους ακροατάς, οίτινες προηγουμένως εφοβούντο τας ακάνθας του και τον απέφευγον, όπως αποφεύγουν να πιάσουν εχίνον.

Ημπορεί ποτε κανείς να μη συγχωρήση ένα τρελλόν; Η σκέψις αύτη με καθησύχαζε. Κ' εσχεδίαζα τότε πολλά. Να πληρώσω τα χρέη μου εις τον Βόλον. Να χαρίσω ταλεύρια, που μου χρεωστούσαντο χωριό. Και πλέον να μην κάμω τον αλευράν. Ν' αγοράσω κτήματα και να καλλιεργήσω ένα ολόκληρον βουνόν, που είνε τόσα βουνά άγρια εις το χωριό μου. Συνείθισα πλέον εις τους κόπους του μεταλλείου.

Ανέβηκα εις τον Όλυμπον και αφού έκαμα μίαν προμήθειαν τροφών όσον το δυνατόν ελαφροτέραν εξεκίνησα κατ' ευθείαν προς τον ουρανόν. Κατ' αρχάς μ' εζάλιζε το ύψος, αλλ' έπειτα συνείθισα. Όταν δε έφθασα εις την σελήνην, πολύ υπεράνω των νεφών, ησθάνθην ότι είχα κουρασθή, μάλιστα εις την αριστεράν πτέρυγα, την γυπίνην. Επλησίασα λοιπόν εις την σελήνην και εκάθησα διά ν' αναπαυθώ.