United States or Christmas Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Γιάννης ο Κούτρης, πραγματοποιήσας το όνειρόν του, του να παρίσταται εις την εκκλησίαν ως επίτροπος, επεστάτει εις το άναμμα και σβύσιμον των κηρίων, πατών αυτά, ενίοτε με το τσαρούχι του, μιμούμενος τον εξάδελφόν του τον Γιάννην τον Λαδίκαν, και όστις ίστατο δεξιόθεν εις τον χορόν ως προεστώς με τόσην σοβαρότητα, ώστε βλέπων τις αυτόν θα τον ενόμιζε ψάλτην, εξ ιδιοτροπίας σιωπώντα.

Η διδασκαλική έδρα, υψηλή, με τα φατνώματα σαπρά, κεχηνότα, ωμοίαζε με βάρκαν ξουριασμένην μακράν του λιμένος υπό του ανέμου. Ο πρωτόσχολος, γυμνόπους, ελαφρά και μετά προφυλάξεως πατών, διά να μη βυθισθή και εμπέση παρ' αξίαν εις το πειθαρχείον, πότε γελών και πότε σοβαρευόμενος, προσεπάθει να επιβάλη σιωπήν.

Μόνος εις την ξηράν, κ' εκείνοι ηγωνίων εις την κινδυνώδη θάλασσαν. Πλην Εκείνος ουχ ήττον τους είδε και τους ώκτειρε, και τέλος, εν τη εσχάτη αδημονία των είδον μίαν ακτίνα εις το σκότος, και μίαν φοβεράν μορφήν, και έν κυματίζον ιμάτιον, και Είς ήρχετο προς αυτούς πατών επί των αφριζόντων κυμάτων της θαλάσσης, αλλ' εφαίνετο ως να ήθελε να παρέλθη αυτούς.

Αλλ' ο κυρ-Μανωλάκης ατάραχος, μειδιών πάντοτε υπό τον φαιόν του μύστακα, εξηκολούθει τον κρυφόν κατά των κηρίων πόλεμον, εις τα νύχια πατών, ίνα μη τρίζουν τα υποδήματά του· περιήρχετο δε κατά την διάρκειαν της λειτουργίας τα διάφορα μανουάλια αρπάζων τα κηρία μετ' αφάτου αγαλλιάσεως ως αόρατος του σκότους δαίμων. Και δεν ηρκείτο εις τας κυριακάς μόνον και τας εορτάς.

Εκτός αν εξήρχετό τις πρώτον πατών εις το ύδωρ και σύρων είτα την λέμβον, αν ήτο ελαφρά, μέχρι των ποικιλοχρώμων οστράκων της παραλίας, άτινα εσώρευεν εκεί και ξηρά και θάλασσα, η μεν λεία, καθαρά και εστιλβωμένα εν τη προστριβή του κύματος, η δε ρυπαρά και ακάθαρτα, όσα θραύσματα έρριπτον οι κάτοικοι εις τον άνω της ακτής βράχον, γενικήν αποθήκην των σαρωμάτων.

Πατών εις την καταπρασίνην εκείνην λόχμην και διά μέσου των τερπνών πεύκων αναβαίνων την βουστροφικήν οδόν του ο Μιστόκλης, ασθμαίνων από το βάρος του δισακκίου, ίστατο κατά δεκάδας βημάτων να ίδη πότε μεν τα γλαυκά του Σαρωνικού νερά και πότε τους θαλερούς αμπελώνας του Γουδίου.

Ήτο ο Μάχτος, όστις ήρχετο συντετριμμένος εξ ευτυχίας ... Ο Θευδάς τω έδειξε την νέαν κοιμωμένην. Ο Μάχτος εισώρμησε κράξας: «Αϊμά! ». Αλλ' η κόρη εκοιμάτο. Ο νέος επλησίασε πατών επ' άκρων των ποδών.

Αλλά προφανώς, αφού υπερέβη πάντα όρον αστοργίας, επιχειρήσας να την φονεύση, απέβαλε διά τούτο τα δικαιώματα της πατρότητος. Και αφού ούτως είχε το πράγμα, η νεαρά αύτη κόρη είχεν ανάγκην πατρός. Εκ της σκέψεως ταύτης ησθάνθη αγαλλίασιν ο Βράγγης. Έλαβε την μικράν εις τας αγκάλας του, υπερεπήδησε τους βράχους πατών με ασφαλές και έμπεδον βήμα, και ελθών απέθεσε την κόρην επί της κλίνης του.

Ο Λογιότατος, συντροφευμένος με τους συλλογισμούς του, ετράβαγε καπνό χωρίς να βγάλη λόγο, και με το κεφάλι σκυφτό για κάμποσην ώραν. Μόνε συκώνοντας τέλος πάτων τα μάτια προς τον Γέροντα, πρέπει να ζης πολύ ευτυχισμένος, του λέγει. παρατηρώ σε όλα σου μίαν ησυχίαν ψυχής, οπού αποδείχνει να μη σ' ενοχλάη κανένα ενάντιο· εγώ σε ζηλεύω.

Είτα διά το ασφαλέστερον, κατήλθεν ακόμη χθαμαλώτερον προς τον αιγιαλόν, και πάλιν ήρχισεν ελαφρά και γοργά πατών ν' ανέρχηται προς την γέφυραν του Κάστρου. Ευρίσκετο ενώπιον του φρουρίου. Φοβερόν βραχώδες βάραθρον, όπου ίλιγγος και σκοτοδίνη κυριεύει τον άνθρωπον, άβυσσος ξηρά αιωρουμένη υπεράνω της υγράς αβύσσου χάσκει υπό την γέφυραν.