United States or Belize ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Τρύφος ο λεβέντης, του Ρουπακιά ο γιος, τ' αξιώτερο παληκάρι του χωριού και το καλήτερο νοικοκυρόπουλο, βγήκε φυγόδικος από τα πέρσυ τη Λαμπρή. Απάνω στο χορό οι παρέες ενοχλήθηκαν για τα νταβούλια. Επιάστηκαν στα χέρια τα παληκάρια μανιωμένα. Έπαιξαν τα καλαματιανά μαχαίρια στον αέρα ξεμανίκωτα. Εξάστραψαν ψηλά αναρίθμητα πιστόλια στο σωρό. Μαλλιά-κουβάρια έγιναν.

Λέγε άλλων καύχησες και μη μου τις ζηλεύης. ΧΟΡΟΣ Εύχομαι σε καλό να βγούν, ω πρόμαχοι των εστιών μας, και κείνοι ας βλαστημούν° κι όπως περήφανα καυχιούνται με μανιωμένα φρένα, έτσ’ ας τους δη κι ο Δίας ο εκδικητής με βλέμματα ωργισμένα. ΑΓΓΕΛΟΣ Τέταρτος τις γειτονικές κρατόντας πύλες της Όγκας Αθηνάς, με αντάρα στέκει εμπρός των του Ιππομέδοντα η κορμοστασιά η μεγάλη.

Αλήθεια αδερφικά και πανωλέθρια και μ’ όχι φιλικά λαβώματα με φρένα μανιωμένα στο τέλος της αμάχης των. Τώρα η έχθρητα έπαυσε και σμίξανε στα χώματα τα αιματοποτισμένα και τώρα είναι αληθινά κ’ οι δυό τους ένα αίμα.

Είπαν, αλλά δεν έπειθαν την ανδρική ψυχή μου, 500 αλλά πάλι του ωμίλησα με σπλάχνα μανιωμένα• «Κύκλωπ', αν κάποιος των θνητών ανθρώπων σ' ερωτήση η άσχημη πώς έγεινεν η τύφλα του οφθαλμού σου, ειπέ τους ότι ο πορθητής σ' ετύφλωσ' Οδυσσέας Λαερτιάδης, κάτοικος της πετρωτής Ιθάκης». 505

ΟΡΑΤΙΟΣ Λοιπόν ο Ροζενκράς και ο Γυιλδενστέρνης πήγαν. ΑΜΛΕΤΟΣ Ε! φίλε μου, δεν βλέπεις; κείνοι αφ' εαυτού των τούτην την εντολήν εζήλευσαν να λάβουν· βάρος δι' αυτούς δεν έχωτην συνείδησίν μου· από τον δουλικόν τους ζήλον εχαθήκαν. Παθαίνουν οι αγενείς, όταν τον εαυτόν τουςτην μέσην βάζουν από ξίφη μανιωμένα δυνατών αντιπάλων. ΟΡΑΤΙΟΣ Θε! τι βασιλέας είναι τούτος!

Αλλ' ο ξένος εχάνονταν σαν ίσκιωμα, χωρίς να δώση απάντηση στο ευγενικό προσκάλεσμα, από πίσω του ακολουθούσαν μανιωμένα τα σκυλλιά, γαυγίζοντας, και μοναχά το λάλημα του κυπριού του μουλαριού του ακούονταν γλυκά και θλιβερά «τριγκ.. τριγκ.. τριγκκκκ».

Αλλ' εκείνος χάνονταν σαν ίσκιωμα, χωρίς να δώση απάντηση στο ευγενικό προσκάλεσμα, από πίσω του ακολουθούσαν μανιωμένα τα σκυλλιά, γαυγίζοντας «γκάβου.. γκάβου.. » και μοναχά το λάλημα του κυπριού του μουλαριού του ακούονταν θλιβερά στο βαθύ σκοτάδι της νύχτας «τριγκ.. τριγκ.. τριγκκκ.. »