United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ρεύω επί φύλλων, ανθέων ή τρυφερών καρπών όταν έκ τινος ατμοσφαιρικής επιρροής αιφνιδίως καταπίπτωσι. Λέγεται δε μεταφορικώς και περί ανθρώπων από χρονίας και μακράς νόσου τηκομένων. Χτύπα, κέντα. σ. 255 Παραλαμβάνονται εις τον λόγον εις δήλωσιν επιμόνου και επιτεινομένης ενεργείας. Τοιαύτα και τα, » Δώσε, δώσε. » » Χτύπα, βάρει » και τα παραπλήσια.

Και ουδείς των ξένων θα θελήση, λαμβάνων μεγάλον μισθόν δι' ολίγας ημέρας, να ενωθή μετ' αυτών έχων ολιγωτέρας ελπίδας και κινδυνεύων να εξορισθή εκ της πατρίδος του. Και τα μεν Πελοποννησιακά εις εμέ φαίνονται ότι είναι τοιαύτα και παραπλήσια, τα δε ημέτερα είναι απηλλαγμένα όχι μόνον των μομφών τας οποίας απηρίθμησα, αλλά και πολύ υπέρτερα.

Έπειτα διέφθειρε ωραίον νεανίσκον και ηναγκάσθη να πληρώση τρεις χιλιάδας δραχμάς εις τους γονείς του παιδίου, οίτινες ήσαν πτωχοί, διά να μη τον καταγγείλουν εις τον αρμοστήν της Ασίας. Τοιαύτα και παραπλήσια θα ηδυνάμην και άλλα να αναφέρω, αλλά τα παραλείπω, διότι ακόμη ήτο πηλός άπλαστος και δεν είχε δημιουργηθή τέλειον το άγαλμά μας.

»Τ' άχαρα κόκκαλά μου.» σ. 58. Άχαρα . Σημαίνει ενταύθα οικτιρμόν, ταλανισμόν ως και το φτωχός και το δύστυχος και τα παραπλήσια. Ως εκφαυλιστικόν δε συνεκφέρεται συνήθως μετ' άλλης επεξηγητικής λέξεως ως π.χ. άχαρος και κακόμοιροςΜε τ' άγρια τα χνώτα τους Γκέγκικα καρυοφύλλια. σ.58

Ενθυμείτο ότι και άλλοτε συνέβη, η γραία, μεταξύ γυναικών και γραϊδίων της γειτονιάς, να εκφράση, μετά σείσματος εκφραστικού της κεφαλής, εις ώρας καθ' ας εγίνετο λόγος περί της μεγάλης πληθώρας των νεαρών κορασίων, περί της σπάνεως, περί του ξενιτευμού και των υπερμέτρων απαιτήσεων των γαμβρών, περί των βασάνων όσα υπέφερε μία Χριστιανή διά να αποκαταστήση «τ' αδύνατα μέρη», τουτέστι τα θήλεα, να εκφράση, λέγω, παραπλήσια αισθήματα.

Παραπλησία, καίτοι ουχί τόσον βάναυσος, ήτο η σκέψις ήτις ενέπλητε το πνεύμα των διαπορούντων συγγενών του Χριστού, οπόταν ήκουσαν περί της αιφνιδίας ταύτης και καταπληκτικής δραστηριότητος μετά την γαλήνιον μόνωσιν τριάκοντα άγνωστων και αμνημονεύτων ετών. Μέχρι τούδε ήσαν σχεδόν ασυμπαθείς προς Αυτόν· δεν Τον εγνώριζον, δεν επίστευον εν πλήρει εις Αυτόν· έλεγον ότι ήτο εκτός Εαυτού.

Και κατά τας στιγμάς εκείνας του συνέβαινε να μένη ως απολιθωμένος εις αφαίρεσιν, με το βλέμμα προσηλωμένον εις το κενόν, χωρίς να βλέπη και χωρίς ν' ακούη. Και εις την ψυχήν του έσταζε μελαγχολία, παραπλησία προς την νοσταλγίαν, με την διαφοράν ότι η νοσταλγία του νεαρού βοσκού δεν είχεν ωρισμένην διεύθυνσιν. Επόθει το άγνωστον· δεν είχε μάλιστα συνείδησιν ότι επόθι τι.

Και από ποιμένας ηκούσθησαν άλλα παραπλήσια, ώστε διέτρεχε φήμη εις το χωρίον, ότι λύκος επικίνδυνος ήτο πλησίον μας, οι δε χωρικοί την νύκτα εκοιμώντο με τον ένα οφθαλμόν ανοικτόν, έχοντες τον νουν εις τα ζώα των. Ο κίνδυνος ήτο μεγαλείτερος παρ' όσον εφαντάζοντο, διότι ο εχθρός δεν ήτο λύκος πεινασμένος, αλλά λυσσασμένη λύκαινα.