United States or Micronesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ο Χριστός ήλθε να μετατρέψη όλα τα χθαμαλώτερα εις τα πλουσιώτερα και γλυκύτερα, τα βάρη του Μωσαϊκού νόμου εις τον τέλειον νόμον της ελευθερίας, το βάπτισμα του Ιωάννου εις βάπτισμα εν Αγ. Πνεύματι και πυρί, την λύπην και την μόνωσιν εις συμβίωσιν αρμονικήν, την θλίψιν και τον στεναγμόν εις ελπίδα και ευλογίαν, και το ύδωρ εις οίνον.

Ρίψας τα αργύρια εντός του Ναού, όπου εκείνοι οι ανίεροι εκάθηντο, και όπου αυτός ο βέβηλος δεν ηδύνατο να εισέλθη, έτρεξεν εις την άπελπιν μόνωσιν, εξ ης δεν ήτο προωρισμένος να επανέλθη ζων. Εκεί εκρεμάσθη, και η παράδοσις δεικνύει ακόμη εν Ιερουσαλήμ το έρημον, φασματώδες, ανεμόπληκτον δένδρον, το οποίον καλείται το Δένδρον του Ιούδα.

Παραπλησία, καίτοι ουχί τόσον βάναυσος, ήτο η σκέψις ήτις ενέπλητε το πνεύμα των διαπορούντων συγγενών του Χριστού, οπόταν ήκουσαν περί της αιφνιδίας ταύτης και καταπληκτικής δραστηριότητος μετά την γαλήνιον μόνωσιν τριάκοντα άγνωστων και αμνημονεύτων ετών. Μέχρι τούδε ήσαν σχεδόν ασυμπαθείς προς Αυτόν· δεν Τον εγνώριζον, δεν επίστευον εν πλήρει εις Αυτόν· έλεγον ότι ήτο εκτός Εαυτού.

Μετά το κωμικόν τούτο πάθημα, διέκοψεν επί μακρόν πάλιν τας προς τους ανθρώπους σχέσεις του. Οσάκις δε κατέβαινε διά να μεταλάβη, δεν εχρονοτρίβει πλέον εις την αυλήν, αλλ' αμέσως ανεχώρει. Εις την ερημίαν η φαντασία του είχε προσωποποιήσει τα πάντα και σχηματίσει κόσμον χιμαιρικόν, εις τον οποίον δεν ησθάνετο την μόνωσιν. Εις τον κόσμον εκείνον μάλιστα ευρίσκοντο καί τινες των χωριανών του.

Και ο Μανώλης εγέλα με την ανοησίαν ή την δυστυχίαν του ζωοκλέπτου. «Όχι, μωρέ κουζουλέτου εφώναζε. — Όχι μωρέ κουζουλέ, εφώναζε και ο πάντοτε αδιόρθωτος Θοδωρής. Και ούτω δεν ησθάνετό ποτε μόνωσιν ο Μανώλης και ήτο πάντοτε ευχαριστημένος με την ζωήν του. Αλλ' έπειτα συνέβη μία μεταβολή. Πρώτον ο Μανώλης εμεγάλωσεν.

Μετ' ολίγον όταν θα ετελείωνε πλέον και η εργασία εις το δάσος, διότι επλησίαζεν ο χειμών, τόσον εξοικειώθη με την μόνωσιν και την ορφανίαν του, ή μάλλον τόσον συνήθισε με την ιδέαν ότι η κόρη του δεν απέθανε, αλλά ζη, ώστε δεν τω επροξένει λύπην να μένη εις τον οίκον, όπου άλλοτε τον ετρόμαζε η φανταστική σκιά της Κουκκίτσας και η ανύπαρκτος φωνή της.

Απέθανεν· εγώ δε, συντετριμμένος υπό λύπης και αδυνατών να υποφέρω την αποτρόπαιον μόνωσίν μου εν τη ηρειπωμένη εκείνη πόλει, αφ' ετέρου δε κατέχων εκ της Λιγείας σημαντικήν περιουσίαν, εζήτησα την ανακούφισιν επί τινας μήνας εις ανιαρά ταξίδια, έως ου εγκατέστην τέλος εις έρημον οίκημα, κείμενον επί τινος των πλέον ερήμων και ακαλλιεργήτων μερών της ωραίας Αγγλίας.