United States or Colombia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η έλλειψις του βοσκού ήδη εφυγάδευσε την δειλίαν και τον φόβον, τον οποίον ησθάνετο πριν χωρίς να γνωρίζη την αιτίαν. Εύρισκε μάλιστα, εκ της επιθυμίας της ωθουμένη, πολύ γελοίαν εαυτήν διότι εφοβείτο την συνάντησίν της μετά του βοσκού.

Έπειτα διηγήθη το ανέκδοτον ενός βοσκού, ο οποίος δεν ήθελε και αυτός κατ' ουδένα λόγον να πλησιάση άλλους ανθρώπους. Ούτε για να μεταλάβη δεν έστεργε να καταιβή στο χωριό. Μια μέρα που τον είδε από μακρυά ο παπάς, τουφώναξε ότι έπρεπε να καταιβή να κοινωνήση, αλλοιώτικα θα πήγαινε η ψυχή του στα τάρταρα.

Ο αρχηγός, στραφείς προς τον ιππότην, είπεν·Ετοίμασε τους ανθρώπους σου. Ιππεύσατε και υπάγετε με τον καλόν τούτον άνθρωπον, όπου σας οδηγήση. — Ορισμός σας, αρχηγέ, απήντησεν ευπειθώς ο ιππότης. Και στραφείς απήλθεν, ακολουθούμενος υπό του βοσκού. Τρεις ημέραι παρήλθον. Κατειχόμην υπό μεγίστης ανυπομονησίας, όπως μάθω το αποτέλεσμα της εκστρατείας ταύτης.

Συγχρόνως δε με την σκέψιν της αυτήν η Σμάλτω κατέφερε με πάθος τον πόδα επί της φλογέρας και την έθραυσεν. — Να! είπε χαιρεκάκως, ρίπτουσα τα τεμάχια αυτής προ του βοσκού. — Μη τη φλογέρα μου εφώναξεν ούτος με πόνον γιατί την σπας; — Για να μη χάση κι' άλλαις· απήντησεν η Σμάλτω επισήμως.

Είτα τα ζώα θα εσκιάζοντο, θα εξαφνίζοντο, θα ωπισθοχώρουν πηδώντα, και ο βοσκός, όστις και αν ήτο, θα την ανεκάλυπτε, θα επαραξενεύετο, και ίσως θα συνελάμβανεν υποψίας. Το καλλίτερον άρα θα ήτο ν' αντιμετωπίση, με την άφευκτον προσποίησιν, με το ψεύδος εις τα χείλη, την παρουσίαν του βοσκού.

Αν περάσης από τους κήπους, γερόντισσα, φώναξέ με να σε φιλέψω κανένα μαρούλι, κι' ολίγα κουκιά. Και απεμακρύνθη. Την εσπέραν η Φραγκογιαννού ευρίσκετο εις την Πέρα-Ράχην, εις το καλύβι του Κσμπαναχμάκη, Η σύζυγός του βοσκού, γυνή πλέον ή τριάκοντα ετών και μήτηρ πέντε τέκνων, έκειτο επί της κλίνης. Ήτο εις αθλίαν κατάστασιν.

Δεν είνε προκοπή, είπεν αποφασιστικώς ο Στάθης ο Μπάζας· έλα να με καλουμάρετε κάτω, να ιδώ τι θα κάμω. . . . Η θειά-Αρετώ ήρχισε να κάμνη πολλούς σταυρούς, εξισταμένη διά τον τολμηρόν λόγον του βοσκού. — Πού να σε κατεβάσουν, γυιέ μ' Στάθη μ', έλεγε· πώς να σε κατεβάσουν! Πού θα πας; πού θα πατήσης;

Αλλ' όμως έτρεφεν αόριστον ελπίδα, ότι θα εύρισκεν ίσως ξενίαν εις καμμίαν μάνδραν ή καλύβην βοσκού, και τότε τα βότανα θα τα επρόσφερεν εις την σύζυγον του φιλοξενούντος ως μικρόν αντάλλαγμα. Το περισσότερον όμως, θα το έκαμνε διά να περάση η βαρεία ανία, ήτις εβασάνιζε την ψυχήν της.

Φαντάζεσθε την απελπισία του δυστυχισμένου βοσκού! Είναι θανάσιμος η θλίψις του· του είναι αδύνατο να τη φαντασθή στην αγκαλιά ενός άλλου. Ο απελπισμένος έρως του τον κάνει να βρη τρόπο να πάη στο σπίτι της βοσκοπούλας, για να πεισθή αν τον αγαπά και για να του πη τι απόφασι πρέπει να πάρη.

Ενόμιζεν ότι ουχί προς πλαστήν τινα Χάιδω, την ιδανικήν αγάπην ενός βοσκού, αλλά προς αυτήν την ιδίαν, την Σμάλτω ελέγοντο ταύτα. Και δεν ήτο άγνωστος εις αυτήν ο βοσκός, ο οποίος τόσα υπέσχετο, αλλ' ήτο αυτός ο Μήτρος, όστις ηύλει εμπρός της.