United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ τους απεκρίθην ότι ήμουν έτοιμος να τους κάμω το θέλημα. Εκείνοι οι Αράπηδες με επαράστησαν εις τον βασιλέα· εγώ, πλησιάζοντας εις τον θρόνον του, επροσκύνησα κατά την συνήθειαν τρεις φορές φιλώντας την γην. Ο βασιλεύς με ερώτησε ποίος ήμουν, και από ποίαν πατρίδα, ομιλώντας μου με χαροποιόν πρόσωπον.

Τον ηρώτησα εάν νομίζη καλόν να προσφέρω ανά μίαν γλώσσαν χαβιαρίου εις τους δημογέροντας. ― Χάρισμα ; ηρώτησε μετά θάμβους ο Παντελής. ― Χάρισμα, απεκρίθην. ― Τότε μη φοβάσαι, Λουτσή. Ιδικούς σου τους έχεις. Και εξέθεσε διά μακρών τα πολιτικά του χωρίου.

Και καλά να ψηφίσω το κόμμα του καπτά Κοσμά. — Και η γνώμη σου εσένα πια είνε; — Εγώ ψηφίζω τον καπτά Φιλιππή πάντα, γιατί μούχει καλό καμωμένο. — Να μείνης με τη γνώμη σου Σταυράκη, σου λέω γω. — Ναι, πάτερ Άνθιμε, μα ο 'γούμενος μούπενε θυμωμένα, πως αν δεν ψηφίσω τον καπτά Κοσμά, θα με βγάλη απ' τον κήπο. Ο Άνθιμος δεν απεκρίθην ευτύς.

Σε συγχαίρω, απεκρίθην μετά τινος ζηλείας· τας λέγουν ωραίας. — Δυστυχώς δεν τας βλέπομεν, διότι είνε κρυμμέναι απ' οπίσω από χρυσόν κιγκλίδωμα ως αι ιδικαί σας κυρίαι εις τας εκκλησίας της Σύρας. Ακούομεν μόνον τα γέλοια και τα χειροκροτήματά των. — Και τι παίζετε; Οπερέτας του Οφεμπάκ; — Κάποτε και κωμωδίας. — Τίνος; Του Δουμά, του Παγερών; — Όχι· του Σουλτάνου.

ΚΑΙΣΑΡ. Απεκρίθην ήδη, και ο αγγελιαφόρος ανεχώρησεν. Είπον εις αυτόν ότι ο Λέπιδος είχε γίνη λίαν επαχθής, ότι κατεχράτο της μεγάλης του εξουσίας και ότι ήτο άξιος της αποβολής. Ως προς τας υπ' εμού γενομένας κατακτήσεις, του χορηγώ την μερίδα του, υπό τον όρον του να λάβω κ' εγώ την ιδικήν μου εκ της Αρμενίας και των άλλων υπ' αυτού κυριευθέντων βασιλείων.

Ο Χαλκοπώγων αρχίζει να βαρύνεται την Ποππέαν, αλλά και μόνον αν υπωπτεύετό τι και συ και εκείνη είσθε χαμένοι. — Εις το άλσος δεν ήξευρα ότι ήτο αυτή· ήκουσες δε τι της απεκρίθην, ότι άλλην αγαπώ και δεν ήθελα αυτήν.

Έλα, νάχης την ευχή μου, γυιόκα μου, άφες τον ταλαίπωρο με την συμφορά του, και πες μου δα μαθές, ευρέθηκεν ο φονιάς; Ως τόσο δεν ημπόρεσε να βρεθή ποιος ήτανε! — Όχι! απεκρίθην εγώ, όστις τον έβλεπον ενώπιόν μου.

Εκεί ελθόντες οι αγορασταί, με αγόρασεν ένας πλούσιος πραγματευτής, ο οποίος με ωδήγησεν εις το σπήτι του και μετά ημέρας τινάς με ηρώτησεν, αν ειξεύρω καμμίαν τέχνην· εγώ του απεκρίθην, ότι άλλην τέχνην δεν εξεύρω· ήμουν πραγματευτής και οι κουρσάροι, αφού με εγύμνωσαν από όλην μου την περιουσίαν, με επούλησαν τέλος πάντων διά σκλάβον.

Το πράγμα μας εφαίνετο όλως διόλου απίστευτον ο δε Ευθύδημος απευθυνόμενος προς εμέ·Τι; δεν το πιστεύεις, μου είπε, Σωκράτη; — Δεν πιστεύω παρά ένα πράγμα, του είπα, ότι πράγματι πρέπει να είσθε πολύ σοφοί. — Αλλ' αν θέλης να μου απαντάς, θα σου αποδείξω πως παραδέχεσαι και συ αυτά που σου φαίνονται τόσον θαυμαστά. — Ω! απεκρίθην, αυτός ο έλεγχος θα ήτο πολύ ευχάριστος· διότι, εάν ήμουν ως τώρα σοφός χωρίς να το έχω είδησιν, και μου αποδείξης εσύ ότι όλα τα γνωρίζω και από πάντα, τι πολυτιμότερον εύρημα θα ημπορούσα να εύρω εις όλην μου την ζωήν;

Αλλ' ο Νίκος, εξακολουθών να σιωπά εις την γωνίαν του, δεν ηθέλησε να γευθή τίποτε εκ των προσφερομένων. Μετ' ολίγα λεπτά εισήλθεν εις το δωμάτιον η Κυρία Σοφία. — Εάν αγαπάτε ν' αναπαυθήτε, είπεν, είναι έτοιμον το δωμάτιόν σας. Θα κακοπεράσετε αυτήν την νύκτα, αλλά να μας συμπαθήσετε. Αύριον τα οικονομούμεν καλλίτερα. — Σας εγγυώμαι, κυρία μου, απεκρίθην, ότι θα κοιμηθώμεν περίφημα.