United States or Cook Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ηγέρθη και ο άλλος, η δε στάσις του εμαρτύρει ότι ήτο έτοιμος να διανύση και πάλιν όσον δρόμον διέτρεξεν ήδη ερχόμενος προς ημάς. — Μας έφερες τύχην, είπεν ο αρχηγός αποτεινόμενος προς εμέ. Ακόμη δεν ήλθες και θα ιδής να πέση τουφέκι. — Ιδική μου η τύχη, αρχηγέ, απεκρίθην. — Αυτό θα φανή, αν είναι. Εμπρός λοιπόν! Υπασπιστά, να μείνης οπισθοφυλακή.

Ο Κ. Σπυράκης ήτο ήδη εντός αυτής διά να μας συνοδεύση μέχρι του ατμοπλοίου. Απεχαιρετίσαμεν μετ' ειλικρινούς συγκινήσεως τον αγαθόν γέροντα. — Μη λησμονήσητε, είπεν, ότι υπεσχέθητε να επισκεφθήτε και πάλιν την νήσον μας. — Σας υπόσχομαι, απεκρίθην, ότι μετά χαράς θα επανέλθω άμα με ειδοποιήσητε ότι επήλθεν εντελώς, καθώς εύχομαι, η υγεία της θυγατρός σας.

Πώς θα μοιρασθήτε τας κλίνας; είπε μειδιών ο γέρων, ενώ η αδελφή του έρριπτε περί εαυτήν το βλέμμα διά να ίδη μη λείπη ή μη ελησμονήθη τι. — Θα ρίψωμεν κλήρον, απεκρίθην γελών. Άλλως δε και αι δύο φαίνονται εξαίρετοι και δεν θα μαλλώσωμεν με τον Νίκον. Άμα επρόφερα το όνομα του εξαδέλφου μου, η Κυρία Σοφία εστράφη διά μιας προς αυτόν.

Του απεκρίθην ότι ήμουν πραγματευτής, ονομαζόμενος Σεβάχ θαλάσσιος, διά το να εδιάτριψα το περισσότερον μέρος της ζωής μου εις την θάλασσαν, εκ πατρίδος της Βαβυλώνος, εις την οποίαν βασιλεύει ο προστάτης των πιστών Χαρούμ Καλίφης, περίφημος βασιλεύς.

Διά να τον καθυσηχάσω έσπευσα να προσθέσω ότι, και άνευ εμού, ο Νίκος θα περιέλθη την νήσον με τον Κ. Σπυράκην. Το ψυχρόν μειδίαμα του γέροντος δεν επρόδωσε την ενδόμυχον ευχαρίστησίν του. — Αλλ' όμως δεν θ' αναχωρήσετε απόψε, είπε. — Λυπούμαι, απεκρίθην, ότι δεν δυνάμεθα να σας ευχαριστήσωμεν ως προς τούτο. Πρέπει αφεύκτως να φύγωμεν.

Τον παρετήρουν κρυφίως ημιανοίγων τα βλέφαρα. Έμενεν ακίνητος επί της κλίνης του, με τας χείρας σταυρωμένας υπό την κεφαλήν και τους οφθαλμούς ανοικτούς, προσηλωμένους εις την οροφήν. Δις ή τρις τους έστρεψε προς εμέ και μου απέτεινε ταπεινή τη φωνή τον λόγον, ερωτών εάν κοιμώμαι. Δεν απεκρίθην, προσποιούμενος ότι κοιμώμαι. Δεν είχα διάθεσιν διά συνομιλίαν.

Απεκρίθην φράσεις τινάς εκ των τετριμμένων, περί βωμού της πατρίδος, περί τελευταίας σταγόνος του αίματός μου, και τα παρόμοια. Λόγια! λόγια! Αλλά καίτοι φέρων στολήν αξιωματικού, ήμην διδάκτωρ του Πανεπιστημίου, και δικηγόρος μάλισταέστω και άνευ πελατών. Ο αρχηγός με άφησε να τελειώσω το λογύδριόν μου. — Βαστάςτα πόδια; με ηρώτησεν, αφού ετελείωσα.

Ημέραν όμως τινά, αφού ηρώτησε την τιμήν των αργυρών σκευών διά το τζάι, τα οποία της είχα προσφέρη διά την εορτήν της, ανέκραξε μετά τινος μελαγχολίας. — Κρίμα τα τόσα χρήματα. Με αυτάς τας εξακοσίας δραχμάς θα έκαμνα ένα φόρεμα από βελούδον. — Κάμε, απεκρίθην, και το φόρεμα. Επήδησεν από την χαράν της, με ησπάσθη και εις τας δυο παρειάς και έτρεξε να το παραγγείλη.

Αλλ' αν τα ήξευρα αυτά, ω Διοτίμα, απεκρίθην εγώ, δεν θα εθαύμαζα διά την σοφίαν σου και δεν θα εσύχναζα εδώ διά να τα μάθω. — Να σου το ειπώ λοιπόν εγώ. Συνίσταται τούτο εις το να γεννήση τις, είτε κατά το σώμα είτε κατά την ψυχήν, μέσα εις το ωραίον. — Αλλ' αυτό που λέγεις, είπα, χρειάζεται μαντικήν δύναμιν διά να εξηγηθή, και δεν εννοώ τίποτε. — Θα σου ομιλήσω σαφέστερα, είπεν εκείνη.

Δεν θα συναντηθώμεν; — Και ύψωσε τους θλιβερούς αυτής οφθαλμούς εταστικώς προς τους ιδικούς μου, και είδον δύο δάκρυα κυλίσαντα επί των παρειών της. — Ναι, Μάσιγγα, τη είπον τότε, ελπίζω. — Και θα έλθης εις την Καλκούτταν. Δεν θα έλθης; — Μαζί σου, απεκρίθην εγώ, μάλιστα. Αλλά ποτέ χωρίς σου! — Και βέβαια μαζί μου! Ανέκραξεν εκείνη τότε φαιδρυνθείσα εκ νέου. Ακούεις, πηγαίνω εις την Καλκούτταν.