United States or Luxembourg ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπειτα μου λέγει· ηξεύρεις να σύρης την σαΐταν με το δοξάριον; εις τούτο του απεκρίθην, ότι εκ νεότητός μου εγυμνάσθην αρκετά εις το τοιούτον έργον.

Έπειτα πηγαίνει να δειπνήση, ενώ ημείς τρέχομεν να ετοιμάσωμεν τα φορέματά μας και να συμφωνήσωμεν χονδρικώς περί του διαλόγου, τον οποίον πρέπει έπειτα ν' αυτοσχεδιάσωμεν επί της σκηνής. Εξ όλων των δραματογράφων μόνος ο Σουλτάνος κατορθώνει να παρευρεθή εις την παράστασιν των έργων του μίαν ώραν αφού τα συνθέση. — Η ιδέα, απεκρίθην, δεν είνε εντελώς πρωτότυπος.

Φεύγε, σε παρακαλώ, το ογληγορώτερον, διά να με σε εύρη η σκληρά και σε παιδεύση. Α! και πώς, κυρά μου, απεκρίθην εγώ, εσύ θέλεις να φύγω και να σε απαρατήσω αβοήθητον; με στοχάζεσαι τόσον αχάριστον; αγαπώ καλύτερα να αποθάνω, παρά να σε αφήσω εις αυτήν την κατάστασιν, χωρίς να σε ελευθερώσω.

Αιφνιδίως είδα και ήρχετο προς με μία ωραιοτάτη γυναίκα, και από την θεωρίαν της εφαίνετο ότι ήτον ευγενική, και από τα λαμπρά και χρυσά της φορέματα έμεινα εκστατικός εις τοιούτον φαινόμενον υπόγειον. Και πλησιάζουσα εκείνη προς με μου λέγει, τις είσαι εσύ· άνθρωπος ή εναέριον Τελώνιον; Της απεκρίθην, ότι είμαι άνθρωπος, και ούτε έχω σχέσιν με τα Τελώνια.

Συνηντήθημεν εις την θύραν. ― Την εγλυτώσαμεν, φίλε μου ! ανέκραξε φαιδρώς άμα με είδεν. Αλλ' η έκφρασις του προσώπου του μετεβλήθη διά μιας, ότε παρετήρησε την ταραχήν μου, και ταπεινώσας την φωνήν με ηρώτησε : ― Πώς είναι επάνω; Δεν απεκρίθην, αλλ' έσεισα την κεφαλήν. ― Θα ετρόμαξε με τους Τούρκους. Φεύγουν τώρα, φεύγουν, και την εγλυτώσαμεν.

Πώς θα την σώσωμεν ; Μη σου επέρασεν από τον νουν να την κλέψωμεν; ― Να την εξαγοράσωμεν, απεκρίθην. ― Και που τα χρήματα; Οι Τούρκοι πωλούν ακριβά το ανθρώπινον κρέας, όταν μάλιστα είναι τρυφερόν. ― Δεν έχω χρήματα, αλλ' έχω τους σάκκους αυτούς, τους οποίους ο θεός μ' εβοήθησε να εύρω. ― Αλλ' αυτά τα πράγματα δεν είναι ιδικά σου μόνον ανήκουν και εις την μητέρα και εις τας αδελφάς σου.

Εισήλθομεν εντός του δωματίου. Η Κ. Σοφία διακόψασα το ράψιμόν της ηγέρθη και ελθούσα προς ημάς μου έτεινε φιλοφρόνως την χείρα, ερωτώσα μετά πολλού ενδιαφέροντος περί της υγείας μου. Δεν ηξεύρω τι και πώς απεκρίθην. Οι οφθαλμοί μου ήσαν προσηλωμένοι εις την νέαν, προς την οποίαν επλησίασεν ο Κ. Μελέτης. Εκάθητο πλησίον του παραθύρου, με βιβλίον ανοικτόν επί των γονάτων.

Ηπόρησε πώς ετόλμησα να αψηφήσω τους κινδύνους του επιχειρήματος και με παρεκίνησε να παραιτηθώ αυτού και να επιστρέψω όθεν ήλθα, ανύψωσε δε τους ώμους μειδιών, ότε απεκρίθην ότι η απόφασίς μου είναι σταθερά και δεν δύναμαι να μεταβάλω γνώμην. Ηγέρθην και τον απεχαιρέτησα. Μου έδωκε την ευχήν του, με ησπάσθη και με ωδήγησεν εις την θύραν.

Τίποτε, απεκρίθην με πονεί ολίγον το κεφάλι. — Και πολύ περισσότερον σε πονεί ότι δεν με ήκουσες, όταν σου έλεγα ότι δεν είνε διά σένα η Χριστίνα· ότι έχει εις τας φλέβας της πολύ αίμα και κάποιαν ομοιότητα με την μακαρίτισσάν μου εις την φυσιογνωμίαν. Βλέπω κοντά της τον παλαιόν της φίλον Κάρολον Βιτούρην, επρόσθεσε δεικνύων τον εξακολουθούντα να συνομιλή μετ' αυτής ξανθόν νεανίσκον.