United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι όταν άρχιζε το χυνόπωρο και το σταφύλι ήτανε στον καιρό του, κουρσάροι από την Τύρο με τρεχαντήρι Καρικό, για να μη φαίνουνται βάρβαροι, έπιασαν στην εξοχή αυτή· και βγαίνοντας με σπάθες και μισοθωράκια, διαγούμισαν όλα όσα βρήκαν εμπρός τους· κρασί μοσκάτο, στάρι μπόλικο, κερήθρες· άρπαξαν κι από το κοπάδι του Δόρκωνα μερικά βόιδια. Πιάνουν και το Δάφνη, που τριγυρνούσε κοντά στη θάλασσα.

Και λένε για το χαλασμό της οι ίδιοι, πως Αλαμάνοι κουρσάροι την είχαν τριγυρισμένη έναν καιρό, και σα δε μπόρεσαν με την παληκαριά να την πατήσουν, διάλεξαν συμμαχό τους την πονηριά και το δόλο.

Περίγυρα ψηλώνουν τραχείς και απόκρημνοι του Καβομαλιά οι βράχοι, πέτρες ατόφιες, σκυθρωποί γίγαντες και ορθοσκύβουν απάνω του, λέγεις και θέλουν να το προφυλάξουν από μάτι κακότροπο. Κ' εκεί ξαπλωμένοι στο σκότος είτε συμμαζωμένοι στις φωτιές μαυρίζουν οι κουρσάροι, ίσκοι και φάσματα: Είνε κάπου σαράντα· και όλοι ένας κ' ένας διαλεχτοί.

Και λένε για το χαλασμό της οι ίδιοι, πώς Αλαμάνοι κουρσάροι την είχαν τριγυρισμένη έναν καιρό, και σα δε μπόρεσαν με την παληκαριά να την πατήσουν, διάλεξαν σύμμαχό τους την πονηριά και το δόλο.

Ξάφνου τρεχάτος γλήγορος πλακώνει πεζοδρόμος. — Εσείς τρώτε και πίνετε και πίσω σας κουρσεύουν, Κουρσάροι καβαλλάριδες χουμήσαν στο χωριό μας. Μ' ήλιον, με μέρα εχούμησαν και τώκαμαν λυμούρα. Δριμόχολο και χαλασμός. Πάνε του Γιάννου οι κήποι. Ξεθεμελιώσαν τες λιθιές, τες φράχτες, τα πλοκάρια.

Κρατούσε το λάζο στο χέρι και σκότωνε όποιον αντιστεκότανε στη λύσσα του. Τέλος είδα όλες μας τις Ιταλίδες και τη μητέρα μου σκισμένες, σφαγμένες από τα τέρατα, που τις διαμφισβητούσαν. Οι σκλάβοι, οι σύντροφοί μου, οι κουρσάροι μας, στρατιώτες, ναύτες, μαύροι μελαχροινοί, άσπροι, μιγάδες και τέλος ο καπετάνιος μου, όλοι σκοτωθήκανε κ' έμενα εγώ ξεψυχώντας απάνω σ' ένα σωρό πτώματα.

Να το, βάρ' του!... εφώναζεν ένας με τον άλλον, κινώντας χέρια και πόδια στον καπετάνιο. Κ' εκείνος με το ντουφέκι στο χέρι με τα μαλλιά ορθά, τα μουστάκια άγρια, το πρόσωπο αναμένο, έτρεχεν από πρύμνη σε πλώρη βιαστικός, άγρυπνος, κυτάζοντας περίγυρα με γουρλωμένα μάτια, λέγεις κ' έρχονταν να πατήσουν κουρσάροι το πλεούμενο. Αλλά το πουλί ήξευρε πολλά παιγνίδια.

Η Χλόη, σαν κορίτσι που ήταν, έβγανε αργότερο στη βοσκή τα πρόβατα του Δρύαντα, από το φόβο των άγριων βοσκών. Όταν οι κουρσάροι είδαν παλληκάρι ψηλό κι όμορφο και καλλίτερο από καθετί που θ' άρπαζαν από τα χτήματα, μη δίνοντας πια προσοχή μήτε στα γίδια μήτε στ' άλλα υποστατικά, τον έφερναν στο τρεχαντήρι κλαίγοντας και μην ηξέροντας τι να κάνη και δυνατά τη Χλόη φωνάζοντας.

Πέφτουν όλοι στη θάλασσα, μα όχι με την ίδια ελπίδα γλυτωμού. Οι κουρσάροι είχανε κρεμασμένα στο πλάι τους τα σπαθιά κ' εφορούσαν τα λεπιδωτά μισοθωράκια κ' είχανε δέσει τα ποδήματά τους ως στη μέση της άντζας, ενώ ο Δάφνης ήτανε ξυπόλυτος, επειδή έβοσκε στον κάμπο, κι αλαφροντυμένος γιατί έκανε ακόμη ζέστη.

Κ' οι κουρσάροι, αφού έλυσαν γλήγορα το παλαμάρι και πήρανε τα κουπιά στα χέρια, ανοίγονταν στο πέλαγος. Τότε κ' η Χλόη οδηγούσε το κοπάδι, φέρνοντας δώρο στο Δάφνη ένα καινούργιο σουραύλι. Μα όταν είδε τα γίδια τρομαγμένα κι άκουσε το Δάφνη να τήνε φωνάζει πάντα πιο δυνατά, παρατάει τα πρόβατα, πετάει το σουραύλι και φτάνει τρεχάτη στο Δόρκωνα για να τον παρακαλέση νάρθη σε βοήθεια.