United States or Togo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' έτσι λοιπόν δούλεψε είκοσι ένα χρόνια μακρυά από τον τόπον του, από το σπίτι του, κι' από τη γυναίκα του, για τρεις συμβουλές!

Πάει ο πατέρας σου, η όμορφη σκούνα πάει· πάνε οι δόξες μας! Τα ερρούφηξεν όλα η Μαύρη θάλασσα. Τόρα, δεν έχεις τίποτε παρά το χαμόσπιτο, εμένα την άφτουρη και τον Θεό. Υγειά στα χέρια σου! Δούλεψε παιδί μου και τίμα τον θείο σου. Αν σου μένει κάποτε ξεδούλειο στέλνε το ν' ανάβω το καντήλι του Άγιου για την ψυχή του πατέρα σου». Εσταύρωσα τα χέρια μου, εκύταξα με βουρκωμένα μάτια τη θάλασσα.

Ό,τι κι αν αποφασίστηκε στην ομιλία εκείνη, δούλεψε την αυριανή κ' η φωτιά και ταξινάρια. Τρέχει και σπάνει το πλήθος τις θύρες της Εκκλησιάς, χυμίζουνε μέσα, ορμούνε στο ιερό, αρπάζουνε Βαγγέλια και Γραφές και τα καίνε. Έρχεται κατόπι κι ο Ρωμαϊκός στρατός με παράταξη σα να είτανε μάχη, και σε μερικές ώρες γκρεμίζεται όλο το χτίριο.

Όπως δούλεψε έτσι απόλαψε, κι' όπως έστρωσε έτσ' πλάγιασε! Θεός σχωρέσ'τον όμως, ας πούμε τώρα! Σε λίγο ήρθε κι' ο παπάς να σηκώση το ύψωμα, για τ' όνομα του Γιάννη. Πρώτη φορά, αφόντας ξενιτεύτηκε ο Γιάννης, θρονιάζονταν η χαρά στο ταπεινό σπιτοκάλυβο της κάκως της Μήτραινας!! Κόντευε το βασίλεμα ήλιου της παραμονής των Χριστουγέννων. Έβρεχε δυνατά κι' ο καιρός φαίνονταν άγριος.

Και θυμάται τα βώδια, το αλέτρι, το χώμα, τις αγελάδες, τα δέντρα, και τις πέτρες του βουνού, και τα λιθάρια του δρόμου. Του φαίνεται πως δεν τα δούλεψε όσο έπαιρνε. Φεύγουν όμως και άλλοι από το χωριό.

Δεν είχε τόπο να πάρη αγέρα ο νους του, δεν ανέβηκε σαν μπαλλόνι στα σύννεφα, μόνο στάθηκε στον τόπο που τονε βάλανε να δουλέψη, και δούλεψε, δούλεψε ώσπου έγεινε Κράτος δυνατό και μεγάλο. Έσπασε τα μούτρα των Σέρβων, κι ακόμα δουλεύει και μεγαλώνει, να σπάση και τα δικά μας, όσα μας μένουν. Ας του πούμε να μας φέρη ένα σαλέπι, να κατέβη η πίκρα. Άλλη γιατρειά δεν έχει αυτός ο πόνος.

Το λέγω όμως εσένα που είδες κόσμο, πως εκεί στο περιβόλι μου μέσα, τον ανακάλυψα. Από το πρωί ως το βράδυ σκαλίζω εκεί μέσα. Καιρό δε βρήκα ποτές να σταθώ και νακούσω τον Έξ' από δω, όταν ήρχουνταν και μου έψαλλε χίλιους σκοπούς στα χρόνια της νιότης μου. Λεφτέρη μου, αν είναι ένας ο Θεός, ένας είναι κι ο Παράδεισος, — η &δουλειά&. Δούλεψε, και θάμπης μέσα, δίχως να το νοιώσης πως ήμπες.

Το χοίρο, ζώο σιτευτό και μεγάλο, μετά το σταύρωμα, το σφάξιμο δηλαδή, τον καψάλιασαν, τον έπλυναν, τον έξυσαν και τον κρέμασαν σ' ένα πρόχειρο ξύλινο τρίποδο με το κεφάλι κάτω. Τον είχαν κάμη άσπρο σαν αυγό και μόνο η μύτη του εμαύριζε, μ' ένα κορδόνι στην άκρη από αίμα πηχτό, σαν σκωλαρήκι, το υστερνό του αίμα. Ύστερα 'δούλεψε το μαχαίρι μέσα κι' όξω και τα κομμάτια τάδωκαν στης γυναίκες.

Κ' είτανε μπόμπα που μόνος τη δούλεψε και μόνος την πέταξε. Έναν δεν είχε πλάγι του να του δώση κουράγιο. Όχι, στεκότανε &μια& κοντά του. Σωστή Μπουμπουλίνα σε τέτοιους πολέμους. Μια που μπορούσε να τους ρουφήξη τους φίλους μας εκεί μέσα. &Επιστήμη& την έλεγαν την αγαπητικιά του. Θα μου πης, είναι το λοιπόν κι αυτός δάσκαλος; Ναι, από κείνους που θάχη το Έθνος σαν ξεφορτωθή το &Δασκαλισμό&.

Εκειόν γιατί τον αφίνει; — Γιατί δε μπορεί να τον μποδίση· να γιατί. Δούλεψε από καιρό εκείνος· τόκαμε σκοπό του τόσα χρόνια. Μια ξινιά στο ιδικό του μια στο ξένο. Και βλέπεις, απόχτησε δικαιώματα. — Κ' εγώ τάχω πατρογονικά. — Τάχεις με τα λόγια· με τα έργα όμως τίποτα. Έσκαψες, έσπειρες, φύτεψες, ποτέ ως τα σήμερα; Όχι. Κάμε ρόκα σου το λοιπόν.