United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και πάλιν αστραπιαίως έκλειε την θύραν προς μεγάλην απορίαν του γέροντος δημαρχικού κλητήρος, όστις από μακράν κάτω ακούων τον βαρύν πιστολισμόν έσπευδε μέχρι του καπηλείου υπόπτως, πλην βλέπων την θύραν κεκλεισμένην υπέστρεφε, κάμνων τον σταυρόν του και θαυμάζων το γεγονός. — Να μποδίσουμε, εμονολόγει με την έρρινον φωνήν του, τους πιστολισμούς και τους πυροβολισμούς.

Ενώ συγχρόνως πίσω από την πρύμνην, όπου καμαρώνων ως γυφτοσκέπαρνον διηύθυνε τα πηδάλιον ξενυκτισμένος, κοντός και κυφός, ως ήτο, ο Καπότας, δεξιώτατος όντως πηδαλιούχος, νομίζων ότι εις αυτόν ωφείλετο ο δρόμος της ελαφράς σκούνας, εφώναξε δυνατά, με την έρρινον πάντοτε φωνή του: — Κι' εμένα λίγα κόλλυβα, να σχωρέσω!

Ελαφροί των παιδίων οι μικροί πόδες έπληττον, ρυθμικώς ενίοτε, το πάτωμα, αι λάλοι των γλώσσαι συνώδευον κατά διάλείμματα διά προχείρου άσματος τον σκοπόν της ορχήστρας, ο δε πατήρ, διακόπτων ενίοτε την μουσουργίαν, ανέμελπεν έρρινον και βροντόφωνον ωδήν, προς ην αγαλλιών και σκιρτών ανταπήντα ο χορός.

Τώρα! απήντησε καταπίνων δύο λυγμούς ο Γιωργάκης της Λιμπέριαινας και περνών νέον σπάγγον εις την σακκορράφαν του, δέκα μέραις ύστερα οπού φύγαμε για την Μαρσίλια. Δεν σας τώπα; — Θεός σχωρέστηνε! επανέλαβεν ο Καπότας με την έρρινον πάντοτε φωνήν του· καλή γρηούλα! Και προσέθηκε: — Και τι οργή Θεού, κυρ Γιωργάκη!

Ότε δ' εκείνος, ανασύρων προς τον αγκώνα το απαραίτητον κομβολόγιόν του, ήρχιζε με την έρρινόν του φωνήν να αναγινώσκη τον κατάλογον, το παρών, διά του οποίου απήντα εις το όνομά του ο Σοφής, περιελάμβανε κόσμον όλον ελπίδων και φαιδράς προσδοκίας.

Αι δε περιστεραί μετά δειλής ταχύτητος κροτούσαι τας δύο πτέρυγάς των έρχονται την εσπέραν να χωθώσιν εις τας αντρώδεις του βράχου κρύπτας αισθανόμεναι την ερχομένην νύκτα. — Δεν θα μας έλθη κανένας παπάς, έκραξεν εν τη ερημία εκείνη ποιμήν τις με την έρρινον και οξείαν ως από σουραυλίου φωνήν εκείνην, ην δημιουργεί τοσούτον φυσικώς εις τους ποιμένας το βουνώδες αυτών έργον.

Μετά διαφόρους δε περιπετείας κατορθώσας να διαφύγη και σωθή εις μέρος ασφαλές, εξέπεμψε διάτορον σάλπισμα, ως διά να εξαγγείλη εις την υφήλιον την θαυμαστήν διάσωσιν. Εις δε τον Πειραιά, ως έμαθα, συνέβη το εξής· ενώ κατά την αυγήν νέοι τινές περιεφέροντο κατά τα Καμίνια διά να σώσουν κανένα κινδυνεύοντα, ήκουσαν εις το σκότος έρρινον αναφώνημα: — Φέρτε αρμ! Έκαστος φαντάζεται την απορίαν των.

Διατί άλλως να του φανή παράξενον, αφού είχεν ακούσει ονόματα βαπτιστικά Μηλιά και Τριανταφυλλιά; Εις την έρρινον δε ψαλμωδίαν του και την ηχώ του θόλου δεν διεκρίνετο η στρέβλωσις και ολίγον αργά την αντελήφθησαν η αδελφή και η μητέρα του αναδόχου.

Και το είχε φέρει ο κολλήγας του προ μιας ημέρας, ο Κομποδήμος, εμφανισθείς πρωί-πρωί φορτωμένος με ένα σακκάκι δεμένον επάνω καλά περί τον λαιμόν. — Γεια-χαρά σας! εφώνησεν ο Κομποδήμος με την έρρινον οξείαν φωνήν του, ηχούσαν ως γκάιδας ήχον. Και απέθεσε το σακκάκι με προσοχήν εις τα σανίδια του πατώματος.