United States or Oman ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η κόρη εγέλασε μεν μηχανικώς μετ' εμού, αλλά εκ των κανθών αυτής έλαμψαν δύο μεγάλα δάκρυα! — Ω, είπον τότε λυπημένος, ζητώ συγγνώμην! Εθύμωσες μαζί μου! — Εγώ; εφώνησεν ευθύμως τότε. Τι ιδέα! Και εξέπεμψε μίαν σειράν των αργυροήχων εκείνων και θελκτικών τόνων, ους ο Θεός εχάρισεν αυτή αντί γέλωτος. — Εθύμωσα μαζί του! Τι ιδέα! — Και εγέλασεν εκ νέου.

Η κλίνη του συνέκειτο εξ υγρών βρύων και αλμυρίδων, παρά τους πόδας του έκειντο κογχύλαι και άλλα θαλάσσια προϊόντα. Ο αήρ ήτο ελαφρός και ευώδης, και η καρδία του ησθάνετο ευδαιμονίαν. Πού ήτο; Δεν ετόλμα να συμπεράνη. Τέλος στρέψας το βλέμμα προς τα δεξιά βλέπει.....την θαλασσίαν νύμφην καθημένην ενώπιον αυτού! Ο Αννίβας εξέπεμψε κραυγήν. Εκείνη τω ένευσε να σιωπήση.

Τότε ο κλοιός της γλώσσης ελύθη, ο κύφων του σώματος διερράγη. Ο Μάχτος εξέπεμψε βρυχηθμόν λεαίνης και άμα ώρμησεν ως σκύμνος προς το θέαμα εκείνο. Ήλπιζεν ότι ήθελε σώσει την Αϊμάν εκ του βεβιασμένου εκείνου γάμου, διότι ως βεβιασμένον τον ενόμιζε. Συγχρόνως ο Μάχτος αφυπνίσθη. Ευρέθη όρθιος και είδε μόνον το σκότος της νυκτός, όπερ περιέβαλλε πανταχόθεν αυτόν.

Δεν τον είδες; είνε πολύ καλός άνθρωπος, είπεν ο στρατιώτης. — Και κατοικεί εδώ επάνω μόνος του; επανέλαβε μετά δισταγμού ο Μάχτος. — Πώς μόνος του; έχει την οικογένειάν του. — Α, έχει γυναίκα και παιδιά; είπεν ο Μάχτος ανακουφισθείς. — Βέβαια. — Και κατοικούν επάνω εδώ; — Εννοείται. Ο Μάχτος εξέπεμψε στεναγμόν και παρηγορήθη. — Ώστε τώρα η Αϊμά θα είνε με την γυναίκα του; — Βέβαια, πιστεύω.

Δεικνύων δε προς το δυσμικόν του ουρανού, είπεν: Υποκριταί! γνωρίζετε να διακρίνετε την όψιν του ουρανού· δεν δύνασθε να μάθητε τα σημεία των καιρών; Καθώς ωμίλει εξέπεμψε βαθύν εκ μυχίων στεναγμών· ανεστέναξε τω πνεύματι Αυτού, λέγει ο Μάρκος. Επί τινα χρόνον είχεν αποδημήσει εκ των ενταύθα. Τον είχον επιζητήσει μετά πίστεως εις τας χώρας Τύρου και Σιδώνος.

Όταν έπαυσε να σκάπτη την μεταξύ του Νείλου και του Αραβίου κόλπου διώρυχα, εξέπεμψε Φοίνικάς τινας με πλοία διατάξας αυτούς να επιστρέψωσιν εις την βορείαν θάλασσαν διά των Ηρακλείων στηλών και ούτω να επανέλθωσιν εις την Αίγυπτον.

Αλλά μόλις προέβη δύο τρία βήματα, και εξέπεμψε σπαρακτικήν κραυγήν. Ησθάνθη εις τας αγκάλας του κατάψυχρον το σώμα της μικράς κόρης. Τότε δεν εδίστασε πλέον. Οι ιππείς δεν ήσαν παραπολύ μακράν, και ηδύναντο εισέτι να τον ακούσωσιν. Έκραξε με όλην την δύναμιν του στήθους. — Κύριοι! Ιππείς! βοήθειαν! Οι ιππείς εστάθησαν ευθύς. Ήσαν επτά ή οκτώ τον αριθμόν.

Μόλις δε μετά μακράν περίοδον ετών ησυχάσασα εντελώς η Ελλάς και απαλλαγείσα των εμφυλίων σπαραγμών αποικίας εξέπεμψε, και εις μεν την Ιωνίαν και εις πολλάς νήσους μετέβησαν Αθηναίοι, εις δε το πλείστον μέρος της Ιταλίας και Σικελίας μετέβησαν Πελοποννήσιοι, καθώς και είς τινα μέρη της άλλης Ελλάδος. Πάντα δε ταύτα ύστερον των Τρωικών εκτίσθησαν.

Αλλά και απέθανε κατά τρόπον εξαιρετικόν• διότι τον μεν Έκτορα εφόνευσεν ο Αχιλλεύς, είς ένα, και τον Αχιλλέα ο Πάρις, τον δε παράσιτον εφόνευσεν ένας θεός και δύο άνθρωποι . Και κατά τας τελευταίας του στιγμάς δεν εξέπεμψε κραυγάς, όπως ο γενναιότατος Έκτωρ, ο οποίος επρόσπεσεν εις τον Αχιλλέα και τον ικέτευε ν' αποδώση τον νεκρόν του εις τους οικείους του, αλλ' ωμίλησεν ως εμπρέπει εις ένα παράσιτον.