United States or South Georgia and the South Sandwich Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο παππά Συνέσιος έμεινε κάμποσα λεπτά στην ίδια θέσι, έπειτα εφώναξε τον μικρό Αμβρόσιο, καλογεράκι δόκιμο. — Άκουσε, Αμβρόσιε, του είπε· ευθύς που φανή ο Σερέτης, να του πης να έρθη να με βρη στ' αλώνια. — Καλά, πάτερ ηγούμενε, είπε το παιδί. Και ο παππά Συνέσιος εσηκώθηκε και αργοπατώντας, ευγήκε από την αυλόθυρα κ' ετράβηξε κατά τ' αλώνια.

Εννοούσε να δώση της αδελφής του τον καλλίτερον άνδρα· και μίαν φοράν, οπού ένας των λατρευτών της ετόλμησε να της κάμη πατινάδα, ο Αντωνέλλος ευγήκε στο παράθυρο με τα νυχτικά του και του είπε να τραβηχθή, για να μη φάγη καμιά τρομπονιά· ο νέος αυτός εραστής δεν ήτο του γούστου του.

Επήρε τους δρόμους δεξιά και αριστερά. Μπροστά του θαρρείς, δεν έβλεπε· μόνο το αυτί του, υπερβολικά ευαίσθητο, έπαιρνε, από την κακογλωσιά του δρόμου, μερικά φαρμακόλογα και τα έχυνε στη μαρτυρική ψυχή του μέσα — «Ήφαγε τόσω φτωχώ τον παρά και τώρα γυρίζει». Ήταν και άλλοι που τον επονούσαν, αυτό όμως ο ναύτης δεν το γνώριζε. Ευγήκε στην εξοχή.

Τα πρώτα χρόνια της εστείλανε κάμποσες προξενιές, μα δε θέλησε ν' ακούση και την έβγάλανε Δεκοχτούρα. Παράξενη γυναίκ' αφεντικό, μα και δύστυχη, επρόσθεσεν ο χωριανός κ' εσιώπησε. Τη στιγμή εκείνη, ευγήκε από το σπιτάκι της Δεκοχτούρας ένα παιδάκι ως δέκα χρονώ, παστρικοντυμένο μ' ένα σταμνάκι στον ώμο κ' έν' ανεσερτήρι στο χέρι. Απέρασε από κοντά μας, και το ρώτησε ο Βασίλης. — Πού πας, μικρέ;

Αφού μια φορά στην εκκλησιά, στην πιο ιερή στιγμή που βγαίνουν τα άγια, είχε σκαλώση, με μια καρφίτζα, το φελόνι του από πίσω και ο καϋμένος ο παππά Κύριλλος, ανίδεος, ευγήκε στη μέση του ναού με το φελόνι ανασηκωμένο και ο παππά Συνέσιος εστεκότανε στη θύρα και τον εκαμάρωνε, γνέφοντας δεξιά και αριστερά για να τον δούνε!

Εσυλλογούμουν και την πρώτη μου κόρη που εμεγάλωνε και έπρεπε να της ετοιμάσω προίκα. Ενώ είχα αυτήν την συλλογή, έτυχε να γείνουν εκλογές και να έλθη να ζητήση τους ψήφους μας ένας Αθηναίος συνταγματάρχης, που είχε κάμη πολλά χρόνια εις τη Σύρα νομομηχανικός. Ευγήκε σε περιοδεία εις τα χωριά, και ένα πρωί εξεφύτρωσε με δυο φίλους του εις το περιβόλι μου. Θυμάσαι που τότε ήμουνα λεβέντης.