United States or Paraguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ποίος άρα γε είναι ο εσωτερικός λόγος, ο οποίος απ' αρχής εναντιώθη εις το αίσθημά του, εις την στερεάν απόφασίν του, εις την θέλησίν του; Τοιαύτην ερώτησιν απευθύνει ο Αμλέτος προς τον εαυτόν του και προχωρεί εις την έρευναν ως να είχεν έμπροσθέν του όχι την ιδίαν συνείδησιν αλλά ξένην, προσφεύγει εις εικασίας, και αποδίδει εις τον εαυτόν του ή κτηνώδη λήθαργον ή υπερβολήν περισκέψεως, η οποία τόσον ακριβολογεί τα ενδεχόμενα αποτελέσματα της ενεργείας, ώστε δύναται να ονομασθή δειλία.

ΛΗΡ Ποιος θα μου πη ποιος είμ' εγώ; Ο Ληρ αυτός δεν είναι. Ο Ληρ εδώ περιπατεί; Αυτά ο Ληρ τα λέγει; Τι έγιναν τα μάτια του; Ή μη αδυνατίζει κ' εις λήθαργον ευρίσκεται ο νους του; — Ή κοιμάται; Α! Όχι! — Δεν θα μου ειπή κανείς εδώ ποιος είμαι; ΓΕΛΩΤ. Ίσκιος του Ληρ! ΛΗΡ Ποιος είμ' εγώ, ειπήτε μου. ΓΕΛΩΤ. Κι' αυταίς πατέρα ευπειθή ηθέλησαν να έχουν.

Μεταβαίνει εις τον τάφον. Το μεσονύκτιον εκθάπτει το φέρετρον, το ανοίγει και είναι έτοιμος να κόψη την κόμην, αλλ' αποτόμως σταματά: Ιδού ότι τα μάτια της αγαπημένης ήνοιξαν. Η ζωηρότης δεν τα είχεν εξ ολοκλήρου εγκαταλείψει και αι θωπείαι του εραστού της ήρκεσαν να την σηκώσουν από τον λήθαργον, που τον ενόμισαν διά θάνατον. Την μετέφερεν έξαλλος από χαράν εις την κατοικίαν της, εις το χωρίον.

Το αυτό έπαθα και ως προς το σχήμα της περιμέτρου. Βαδίζων ψηλαφητί συνήντησα αρκετάς γωνίας, αι οποίαι με έκαμαν να συμπεράνω το ακανόνιστον της φυλακής μου. Το βαθύ σκότος ημπορεί να έχη μεγάλην επίδρασιν εις την κρίσιν εκείνου που συνέρχεται από λήθαργον ή από ύπνον. Αι γωνίαι αύται ωφείλοντο αποκλειστικώς εις μερικάς ελαφράς θλάσεις και εις μερικά κοιλώματα ακανονίστως διατεταγμένα.

Πρώτα-πρώτα επεχείρησα ν' αποσείσω τον λήθαργον αυτόν. Ήρχισα να βαδίζω νευρικάγρηγορώτεραταχύτερα ακόμηκαι τέλος ήρχισα να τρέχω. Εδοκίμασα την καταστρεπτικήν ανάγκην να φωνάξω με όλας μου τας δυνάμεις. Κάθε επιδρομή νέας σκέψεως μου προσέθετε και νέους τρόμους. Διότι, αλλοίμονον, ήξευρα πολύ καλά ότι πάσα σκέψις, εις την κατάστασιν που ήμουν, εσήμαινε και την καταστροφήν μου.

Δεν ημπορούσα να ενθυμηθώ την στιγμήν που έπεσα εις τον λήθαργον, ούτε το μέρος όπου ευρισκόμην. Ενώ έμενα ακίνητος, και προσπαθούσα να τακτοποιήσω τας σκέψεις μου, το ψυχρό χέρι έπιασε τραχύτατα την παλάμην μου και την έσεισε με ανυπομονησίαν. Και η τραυλή φωνή επανέλαβε : — Σήκω! Δεν σου είπα να σηκωθής; — Και ποίος είσαι; ηρώτησα.