United States or Comoros ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να μη χειρονομής δε πολλάκις προς εκδήλωσιν της εντυπώσεώς σου, διότι τούτο είνε ευτελές, ούτε να σηκωθής περισσότερον της μιας φοράς ή δύο το πολύ• και υπομειδία διά τα πλείστα εκ των λεγομένων, ώστε να φαίνεσαι ότι δεν σου αρέσουν, ευκόλως δε ευρίσκει κανείς αφορμάς κατηγοριών και ευκολώτερον πιστεύονται αι κατακρίσεις από τους επαίνους.

«Να σηκωθής, μάνα, να μπαρκάρης, να πας πέρα, στην Πλατάνα, να την περικαλέσης, την Πορταΐτηνα, ως καθώς και την κόρη της, την Καρίκλεια, να της καταφέρης να ζητήσουν να βγω αθώος, κ' εγώ να γείνω παιδί τους, να πάρω και την Καρίκλεια γυναίκα μου, χωρίς προίκα, και να ζήσουμε καλά κι' αγαπημένα όλοι μας . . . Και να ιδούν πώς εγώ θα την αγαπώ, την Καρίκλεια, και πώς θα την έχω την πεθερά μου, να δουλεύω σα σκλάβος να της ζωοθρέφω, με πολλά καλά, γιατί εγώ είμαι άξιος και μπορώ να βγάλω λεπτά . . . » Περαίνων ο φονεύς, επανήρχετο εκ τρίτου εις τα βάσανά του, και υπέσχετο ότι, άμα εξέλθη των φυλακών, θα φέρη πολλά ωραία πράγματα και στολίδια, διά να προικίση τας δύο αδελφάς του, ακόμη και κούκλες και παιγνίδια διά τα μικρά κοράσια της μεγάλης αδελφής του, της Δελχαρώς.

Αυτά είναι τα λόγια που ήκουσα, και έχω χρέος ως φίλος να σε συμβουλεύσω διά καλόν σου· όθεν αύριον ευθύς οπού σου φέρουν τα άχυρα, να σηκωθής και να αρχίσης να τρώγης με όρεξιν και ο αυθέντης από τούτο θα συμπεράνη ότι ιατρεύθης, και μεταβάλλει την απόφασιν ειδεμή και κάμης αλλέως, θα είναι κακόν και ολέθριον δι' εσένα.

Το πρωί είναι άπειρο το φως, το πρωί γεμίζει ο ουρανός χαμογέλοια, βάζει ρούχα καινούρια και γιορτάζουν τα περιβόλια. Λέλα, κάθου, μη σηκωθής. Μείνε, μείνε ακκουμπισμένη στη συκιά που σε σκεπάζει, ολόχρουσό μου κεφαλάκι. Τα φύλλα κουνιούνται αγάλια αγάλια και σου λεν καλημέρα. Τι ωραία που είσαι! Τρέμει η καρδιά μου που θα ραγίση.

Δεν ημπορούσα να ενθυμηθώ την στιγμήν που έπεσα εις τον λήθαργον, ούτε το μέρος όπου ευρισκόμην. Ενώ έμενα ακίνητος, και προσπαθούσα να τακτοποιήσω τας σκέψεις μου, το ψυχρό χέρι έπιασε τραχύτατα την παλάμην μου και την έσεισε με ανυπομονησίαν. Και η τραυλή φωνή επανέλαβε : — Σήκω! Δεν σου είπα να σηκωθής; — Και ποίος είσαι; ηρώτησα.

Σαν καλλίτερα είμαι, είπεν ο Θανάσης, όστις ευκόλως επείθετο ότι είνε καλλίτερα, άμα του το έλεγέ τις· ησθάνετο δ' ενίοτε και ψευδοβελτιώσεις της νόσου. — Μακάρ' ο θεός να δώση να είσαι καλά. Θα σηκωθής, Θανασάκη μου; θα κάμης κουράγιο νάρθης στο γάμο, να με καμαρώσης, που θα φορώ στεφάνι; — Να ιδώ . . . σαν μπορέσω . . . Όπως μου πη ο γιατρός.