Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025
Ερωτά την βασιλοπούλαν με θυμόν· τι σου συνέβη; διατί με κράζεις; Τότε η βασιλοπούλα του λέγει· μου ήλθε λιποθυμία έξαφνα, και εμποδισθείσα έπεσα επάνω εις τον καθρέπτην και τον ετσάκισα, και τούτο είνε το συμβάν.
Αφού ετελείωσα τούτα τα λόγια, έπεσα εις τα γόνατά της, και τα αγκάλιασα με θερμότητα.
Και από την μεγάλην μου θλίψιν έπεσα εις μεγάλην αρρώστιαν και δεν ημπορώ να καταλάβω πώς ημπόρεσα να ελευθερωθώ από αυτήν εις καιρόν που ευρίσκετο το πνεύμα μου εις μίαν κατάστασιν, που δεν ημπορούσε να ενεργήση εις ιάτρευσίν μου· και με όλον που η υγεία μου εμεταγύρισε, δεν ανεπαύθη δι' αυτό η καρδιά μου· ήτον πάντα ο νους μου βυθισμένος εις την ωραίαν Ρετζίαν, την εφανταζόμην διά παντός εις τας αγκάλας του ευτυχισμένου ανδρός της, και εκείνη η σκληρά δεν με άφινε ποτέ να λάβω άνεσιν.
Ημέραις εννηά πλέαμεν, άκοπα νύκτα ημέρα, και την δεκάτην άρχιζε να φαίνεται η πατρίδα, κ' εβλέπαμ' ήδη ταις φωτιαίς όπ' έκαιαν οι ποιμένες. 30 'ς ύπνο τότ' έπεσα γλυκόν, σβυμμένος απ' τον κόπο, τι κανενός δεν άφησα, αλλ' απ' αρχής κρατούσα τον πόδα, όπως ταχύτερα φθάσουμε 'ς την πατρίδα. άρχισαν να συνομιλούν ωστόσο οι σύντροφοί μου• 'πώφερνα σπίτι ενόμιζαν ασήμι και χρυσάφι, 35 'που έμενα τάχ' ο Αίολος εχάρισ' ο γενναίος. και κάποιος προς τον σύντροφο σιμά του εστράφη κ' είπε• «Θε μου, πώς είναι αγαπητός παντού και δοξασμένος τούτος εις όποιαν χώραν πα, και εις όποιο μέρος φθάνη. και λάφυρα πολύτιμα και πλήθια από την Τροία 40 φέρνει, κ' εμείς 'που εκάμαμε μ' αυτόν τον ίδιο δρόμο μ' αδειανά χέρια γέρνουμε 'ς την ποθητήν πατρίδα. και τούτα τώρ' ο Αίολος του εδώρησε γι' αγάπη• αλλ' έρχεσθ' εδώ γλήγορα τι να είναι αυτά να ιδούμε, πόσο χρυσάφι μες τ' ασκί και πόσο υπάρχει ασήμι». 45
Στοχασθήτε εις ποίαν κατάστασιν ευρισκόμουν εγώ τότε αξιοθρήνητον που από την λύπην μου έπεσα κατά γης θρηνώντας και κλαίοντας απαρηγόρητα και μετενόησα ανώφελα, μεμφόμενος τον εαυτόν μου που τα συμβάντα του πρώτου ταξειδιού δεν με εσωφρόνισαν να μείνω ήσυχος εις την πατρίδα μου· αλλ' όλα ταύτα τότε ήσαν ανωφελή.
Και αφού με είδαν πως έπεσα εις βαθύτατον ύπνον με εσήκωσαν και οι δύο και με έρριξαν εις την θάλασσαν. Μα η θάλασσα όντας φουσκωμένη από αέρα, τα κύματα ωσάν να ήσαν προσταγμένα, από τον Ουρανόν δεν με εκαταβύθισαν, αλλά με έρριξαν εις την στερεάν υποκάτω εις μίαν ρίζαν ενός βουνού.
Αλλ' εδώ έπεσα εις μεγάλην απορίαν• εν πρώτοις δεν ηδυνάμην να εννοήσω πώς έγινεν ο λεγόμενος υπό των σοφών κόσμος• ούτε τον δημιουργόν του ημπορούσα να εύρω, ούτε την αρχήν και τον σκοπόν του.
Εσύ, νέε, μου λέγει ο Σουλτάνος, από ποίον τόπον είσαι και ποία υπόθεσις σε έφερεν εδώ; Βασιλέα μου, του απεκρίθηκα, η Αίγυπτος με είδε να γεννηθώ· είναι τρεις χρόνοι, που ευρίσκομαι μακράν από τον πατέρα μου, και έπεσα εις διαφόρων λογιών δυστυχίες, και η τύχη μου με έφερεν εδώ διά να σου δώσω μίαν είδησιν διά την θυγατέρα σου, που την έχασες.
Σε αφίνω να στοχασθής τι λογής εστάθη η έκστασίς μου, και ποίαν αντράλωσιν, ποίον θάμβος, ποίαν χαράν μου επροξένησεν η παρουσία της, παρομοίως από εκείνο που εκατάλαβα να επροξενήθη και εις αυτήν από την χαράν της. Εγώ έπεσα εις τους πόδας της, χωρίς να ημπορέσω να ειπώ λόγον.
Βγήκαμε και τονε φέραμε μέσα. Αχ, και πώς να το ξεχάσω το πικρό του χαμόγελο! Πρέπει νάμειν' έτσι το πρόσωπό του από τη στιγμή που έπεσα πάνω του και τον πασπάτευα να δω α ζούσε ακόμα. Πού να την ιστορήσω την ανιστόρητη εκείνη τη νύχτα, παιδί μου! Αποφασίσαμε να μείνουμε, και να μη φύγουμε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν