United States or São Tomé and Príncipe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν χωρίζωνται οι άνθρωποι πρέπει να είναι εύθυμοι. Τα κλάματα φέρνουν γρουσουζιά! Γεια σου, Τάσσο! ΦΛΕΡΗΣΛέλα, Λέλα. Μη φεύγης, Λέλα. Έφυγε, πάει. Εσύ, Δώρα; Τόσο γλίγωρα; Πώς; Δεν πήγατε με τη βάρκα; ΔΩΡΑ — Ω, ναι, μπαμπά μου. Πήγαμε. Ο κύριος Νίκος ήτο τόσο καλός . . . Όμως έπεσε ο μπάτης και γυρίσαμε μπρος πίσω. ΦΛΕΡΗΣΓι' αυτό φαίνεσαι τόσο λυπημένη; Έλα κοντά μου. Δε χάθηκε ο κόσμος.

Τι διάολο, από μοναστήρι έτρωγε αυτός και το σπίτι του, ή μήπως χάλασε καμμιά εκκλησιά κανένας απ' το σόι του; Και για κακή γρουσουζιά, λες, η φαμελιά του, να μη κάμη έν' αγόρι κι αυτή η δυστυχισμένη τόσα χρόνια. Από τσούπα σε τσούπα. Παραγγελιά να της είχε, πάλι έτσι δε θα γίνουνταν. Οι γυναικούλες έλεγαν πως τους έχουν ρίξη μάγια. Αγγούρια ξυδάτα! πού τα πίστευε αυτός αυτά.

Σε δέκα μέρες μέσα κιτρίνισε και μαράθηκε κ' έγινε σαν το θειαφοκέρι «Βρε καλέ μου, βρε κακέ μου. Τι έπαθεςΤίποτα αυτός. Τσιμουδιά! Το χαβά του. Τον πόναγε η ψυχή μου. Κάναμε και κακό ταξίδι, Γεννάρης μήνας· ποδίσαμε και στη Σκύρο· μας κλείσανε οι καιροί, μην τα ρωτάς. Τέτοια γρουσουζιά δεν την ματάχα δει. Σα φτάσαμε με το καλό στο Βώλο, ένα πρωί τονέ χάνω. Αγγελής εδώ, Αγγελής εκεί. Τίποτα.

Το βράδυ ένας βίαιος παροξυσμός της αρρώστιας του τον εξουθένωσε: ο πόνος τού πήρε τη μιλιά και την ακοή, είδε όμως τον ντον Πρέντου να κοιτάζει τη Νοέμι με δυσαρέσκεια, επειδή ο γάμος είχε οριστεί για την άλλη μέρα και εάν εκείνος πέθαινε θα έφερνε γρουσουζιά στους παντρεμένους ή θα τους ανάγκαζε να αναβάλουν για μιαν άλλη μέρα το γάμο.

Εγώ σας το είπα, παιδιά μου, σαν πάω ν' ανταμώσω το Μοσχαδώ, χαρά να τώχετε, κανένας να μη με κλάψη. Κόκκινα ναντυθήτε... Και τον έπαιρναν τα κλάματα το γέρο. Τα παιδιά του αγρίευαν: — Μέρα που είνε, πάλε τα κλάματα άρχισες, πατέρα; Είνε γρουσουζιά μαθές τέτοια μέρα. — Συμπαθάτε με, παιδιά μου, δεν το θέλω κ' εγώ, έλεγε ο γέρος.

Ευθύς ως ανεχώρησεν ούτος, ο μπάρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης, έβγαλεν εις το φανερόν τας δύο πλήρεις στάμνας, και επειδή ο ιερεύς δεν εννόει, εξηγήθη και είπεν: — Είχα νερό, μα ήθελα να τονε παιδέψω, τον αφιλότιμο... Ακούς εκεί, να μου κάμη γρουσουζιά χρονιάρα μέρα, να μου κόψη μεζέδες απ' το σφαχτό, ενώ το έψηνα, και να μην πάρω κάβο!...