United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μια βραδιά πούχα πάει στον Βασίλη, αντί να γυρίσω πίσω στο σπίτι μας, τράβηξα προς το πάνω μέρος του χωριού και σε λιγάκι βρέθηκα κοντά σταυλιδάκι με την πορτοκαλιά. Είχα πάει με την απόφαση να δω την άρρωστη να της μιλήσω και να μείνω κοντά της. Τόση ήτον η ανάγκη μου να τη δω, που δε λογάριαζα τους φόβους που μούχε πη η μάνα μου.

Η ίδια σκοροφαγωμένη ντουλάπα που επάνω της ήταν τοποθετημένα στη σειρά πορτοΚαλία και λεμόνια και γυάλιζαν με το φως του δειλινού σαν χρυσαφένιοι καρποί.

Πάλι βρήκα την άρρωστη το βράδυ κάτω από την πορτοκαλιά καθισμένη και με το καπότο στις πλάτες. Έκαμε νανασηκωθή, άμα μείδε, και μούπε μανησυχία: — Είντα! μισεύγεις από 'δα στη χώρα; — Όι, θα πάω στον Άη Θωμά κήρθα να σου το πω. Μα θα γιαγείρω πάλι στο χωριό, μη θαρρείς.

Μια στιγμή μόνο έμεινα διστακτικός, γιατί φοβήθηκα μη μαποπάρη η θεια το Δεσποινιό, όπως ήτο θυμωμένη με τη μάνα μου. Εκεί που δίσταζα, άκουσα βήχα και κατάλαβα πως η άρρωστη ήτον στην αυλή. Πραγματικώς όταν πλησίασα, διάκρινα στα σκοτεινά κάποιο που καθόταν κάτω από την πορτοκαλιά. Ήτον πολύ ζεστή η βραδιά κιη άρρωστη είχε βγη και καθίσει έξω.

Πλησίασα στην εξώπορτα και σιγά σιγά είπα τόνομά της: — Βαγγελιό! Βαγγελιό! Το μαύρο σχήμα, που φαινόταν κάτω από την πορτοκαλιά, κινήθηκε ζωηρά: — Γιωργιό!.., Εσύ σαι, Γιωργιό μου; είπεν η φωνή της. Έτρεξα μέσα κέπεσα στην αγκάλη της. Αλλ' αυτή με ταδύνατα χέρια της, που τα αισθανόμουν να τρέμουν, με κράτησε σαπόσταση και μέβαλε να καθήσω σένα σκαμνί δίπλα της.

Διότι το Βαγγελιό δεν ήρθε να μαποχαιρετήση τώρα που το πεθυμούσα περισσότερο. Αλλ' όταν μάκρυνα λίγο από το χωριό, φάνηκε το σπίτι της θειας του Δεσποινιού στο πάνω μέρος του χωριού, ένα κάτασπρο δίπατο σπίτι με γάστρες στα ψηλά του παράθυρα και μια μεγάλη πορτοκαλιά στην αυλή. Μου φάνηκε πως σένα παράθυρο πρόβαλλε το Βαγγελιό.

Οπώραι βαρακωμέναι, όρνιθες παχείαι με ταινιοστόλιστα ράμφη, ορμαθοί μπεκατσών, μέσα εις εικόνας και σημαίας και μύρτα και δάφνας, ξηροί καρποί, πορτοκάλια, αχλάδια της Κυνουρίας, δροσερά σαλατικά, όλα ευωδιάζοντα πανήγυριν και χαράν!

Τα αζύμωναν, τα ετσούπωναν, τα έκαναν μπάλες στεγνές σαν πέτρες, και σαν τα πορτοκάλια ολοστρόγγυλες. Και όλα σβέλτα φτερωτά, κι όλα γοργά χαρούμενα, εκυνηγιώνταν ακράτητα, κ' εχτυπιώνταν λυσάρικα, μανιακά αναμεταξύ τους, κ' εμάχονταν ηρωικά, αντρειωμένα. Εσφύριζαν οι άσπρες μπάλες φλογερές, μέσα στη θολωμένην τη χιονιά.