United States or Hong Kong ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν έρθης μάλιστα παρακάτω, στο καφενεδάκι που μαζεύουνται τα μεγαλοσάνιδα, να μη γελαστής και τους ξεστομίσης λέξη για τους τόσους άντρες που ανεμοσκορπίζουν πολύτιμη δύναμη και παλικαριά σ' αμανέδες και σε πιοτά. Να μην τύχη και τους δείξης τι πιδέξια μπορούσανε να παίζουνε μπόμπες στα σβέλτα τους χέρια. Να μην τύχη, γιατί θα σε δέσουν αμέσως.

Τα αζύμωναν, τα ετσούπωναν, τα έκαναν μπάλες στεγνές σαν πέτρες, και σαν τα πορτοκάλια ολοστρόγγυλες. Και όλα σβέλτα φτερωτά, κι όλα γοργά χαρούμενα, εκυνηγιώνταν ακράτητα, κ' εχτυπιώνταν λυσάρικα, μανιακά αναμεταξύ τους, κ' εμάχονταν ηρωικά, αντρειωμένα. Εσφύριζαν οι άσπρες μπάλες φλογερές, μέσα στη θολωμένην τη χιονιά.

Άφησε τους μπεγιαντέδες και τα καΐκια και τις άλλες τις Πολίτικες ομορφιές, πήδα σβέλτα στη σκάλα, κ' έλα κατά τους δρόμους που τους έχει πλημμυρισμένους η Εβραΐλα, σα να της αρέση το μαλακό κι απόλεμό τους αγέρι. Πού είδες κοιμισμένα νερά, και δε σ' έφαγαν οι μυίγες και τα κουνούπια! Έχει ως τόσο και πεταλούδες. Κοίταξέ τις· όχι στον αέρα· εκεί, εκεί, στα παράθυρα. Σε μαγεύουνε με τα μάτια τους.

Ο Έφις όμως ήταν λυπημένος και μόλις μείνανε μόνοι έβαλε τις φωνές στο σύντροφό του για τη δολιότητά του και το κακό παράδειγμα. «Μιλάς όπως μιλούσε η μητέρα μου», είπε ο τυφλός, και αποκοιμήθηκε κάτω από τη βροχή. Στο πανηγύρι του Αγίου Πνεύματος υπήρχε λίγος κόσμος αλλά εκλεκτός. Ήταν τσέλιγκες με τις χοντρές γυναίκες τους και τα όμορφα, σβέλτα κορίτσια τους.

Η μικρή σβέλτα, γελαστή, και μισωριμασμένη σαν την αγορίδα ό,τι φουσκώνει, του λαλούσε και του γλυκογελούσε με μάτια όσο μαύρα, τόσο και λαμπερά. Ο ξανθουλός όμως, ο ντροπαλός ο Παυλής, την κοίταζε σα να είταν αυτός κορίτσι, κι άμα της ξανοίγουνταν κρυφόβλεπε και τους γέρους, μην τύχη και δεν τόκριναν εύλογο να παρακουβεντιάζη με τη μικρή.